Ἡ ἑξῆς πλὴν ἱστορία μαρτυρεῖ τὸ ἐναντίον,
Καὶ εἰς τὴν κερδὼ ἀφίνει τὴν τιμὴν καὶ τὸ βραβεῖον.
Εἰς βαθὺ αὐτὴ πηγάδι
Ἀντανακλωμένην εἶδε τὴν σελήνην ἕνα βράδυ,
Καὶ ἐνόμισε τυρίον ὅτι βλέπει. Πεινασμένη
Ἔτυχ’ ἐνταυτῷ νὰ ἦναι. Δύω κάδδοι κρεμασμένοι
Ἐκ τροχίσκον μὲ σχοινίον,
Τὸ ὑγρὸν ἀναβιβάζουν διαδοχικῶς στοιχεῖον.
Καὶ λοιπὸν καιρὸν δὲν χάνει·
Πιάνεται ἀπὸ τὸν ἕνα κάδδον εὔμορφα καὶ φτάνει
Εἰς τοῦ πηγαδιοῦ τὸ βάθος.
Τότε εἶδε μὲ πολλήν της λύπην τὸ φρικτόν της λάθος.
Ἐπειδὴ πῶς νὰ ἐξέλθῃ, δυστυχὴς, ἐκ τοῦ πυθμένος,
Ἂν ἐπίσης πεινασμένος
Ἄλλος τις αὐτῆς δὲν ἔλθῃ νὰ διαδεχθῇ τὸν τόπον,
Γελασθεὶς μ’ ὅμοιον τρόπον;
Μία, δυὼ περνοῦν ἡμέραι καὶ ψυχίτσα δὲν ἐφάνη
Στὸ πηδάδι. Ἐκεῖ μέσα τῆς ἐγράφθη ν’ ἀποθάνῃ!
Ὁ καιρὸς ὁποῦ διαβαίνει καὶ δὲν μένει εἶχ’ ἐντούτοις
Ἀλλοιώσει τὴν σελήνην, καὶ τοῦ κύκλου τοῦ λαμπροῦ της
Ἔλειψεν ἕνα κομμάτι,
Λύπη καὶ ἀπελπισία τὴν κυρ’ ἀλεποῦ ταράττει.
Ἐδῶ, ἔλεγε, τὸ νῆμα τῆς ζωῆς θὰ ξετελεύσω.
Ἀλλ’ ἰδοὺ μὲ διψασμένον λάρυγγα ἐκεῖ περᾷ
Ἕνας λύκος· ἡ κυρὰ
Τοῦ φωνάζει ἀπὸ κάτω. Σύντεκνε, νὰ σὲ φιλεύσω
Ἔλα· βλέπεις τοῦτο; εἶναι, λύκε φίλτατε, τυρίον.
Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/184
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
—176—