Ἡ ἄρκτος ὅμως ἡ πτωχὴ τὶ ὄν! τὶ ζῶον ἀηδὲς,
Καὶ κρύον καὶ χονδροειδές!
Αὐτὴν, ὦ Ζεῦ, παρακαλῶ νὰ μεταπλάσῃς, ἐπειδὴ
Ἀδύνατον κἀνεὶς χωρὶς ναυτίασιν νὰ τὴν ἰδῇ.
Ἦλθε κ’ ἡ ἄρκτος, ἀλλ’ ἀντὶ νὰ βεβαιώσῃ τὰ αὐτὰ,
Ἐπαίνεσε τὰ κάλλη της ἐξ ἐναντίας ἀρκετά.
Ἐμένα λέγουν ἄσχημην; τὸ λέγει ὅστις μὲ φθονεῖ,
Ἢ τοῦ καλοῦ τὴν αἴσθησιν ἔχει διόλου ἀσθενῆ,
Ἐγὼ χονδροειδής! ἐγὼ! ἐγὼ ἡ ἀπαράμιλλος!
Τὸ ἥμισυ τοῦ κάλλους μου ἂς εἶχε καὶ ἡ κάμηλος!
Πλὴν ὅλα της εἶναι οἰκτρά! Τὶ ἔκτρωμα! τὶ συχαμός!
Τὶ σῶμα ἀσχημόπλαστον! τὶ δωδεκάπηχυς λαιμός!
Ἦλθε κ’ ἡ κάμηλος, κ’ ἀφοῦ ἐξηρομάσσησε πολύ,
Ἔκρινε τὸν ἐλέφαντα ἄκομψον καὶ ἡμιτελῆ·
Τὰ ὦτα του πολλὰ μακρά,
Τὰ ὄμματα πολλὰ μικρά.
Καὶ ὁ ἐλέφας δὲ αὐτὸς, ἂν καὶ μὴ στερημένος νοῦ,
Ἐμέμφθη ὡς πολύσαρκον τὸ κῆτος τοῦ ὠκεανοῦ.
Ὁ κόραξ ὡς τραχύφωνον ἐγέλασε τὸν γερανὸν
Καὶ εἶπε χονδροκέφαλον ὁ γάδαρος τὸν πετεινόν.
Δὲν ἔμεινε σχεδὸν κἀνεὶς χωρὶς τὸν ἄλλον νὰ μεμφθῇ,
Καὶ ὅμοια ν’ ἀνταμειφθῇ.
Ἀλλ’ ὅμως τῶν ὁμοίων του ὁ πρώτιστος κατήγορος,
Καὶ ἑαυτοῦ συνήγορος
Ἦτον ὁ ἄνθρωπος· καὶ τί ἐκ τούτου ἕπεται λοιπόν;
Ὅτι δὲν εἶχεν ἄδικον ὁ Αἴσωπος ποτὲ εἰπὼν
Περὶ ἡμῶν, ὅτι καθεὶς δισάκκιον διπλοῦν φορεῖ,
Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/182
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
—174—