Καὶ σὺ τὸ στόμα ἄνοιξες, ἐστέναξες, καὶ εἶδα,
Καὶ εἶδα παρ’ ἐλπίδα
Ἀραιωμένους τῶν λευκῶν μαργαριτῶν τοὺς στοίχους,
Καθὼς ἐπάλξεις παλαιοῦ, ἐρημωμένου τείχους.
Καὶ τότε ἀπὸ τὸν θυμὸν, ἀπὸ τὸ γῆρας τρέμων,
Τίς, εἶπα, κακὸς δαίμων
Τοιούτους μᾶς κατέστησεν, ἀθλία ἐρωμένη;
Καὶ σὺ δακρύουσα σχεδὸν καὶ στενοχωρουμένη,
Ἐτίναξες τὸ ἐλαφρὸν στηθόπανον, καὶ εἶδα,
Καὶ εἶδα παρ’ ἐλπίδα
Ξηρὸν τὸν κῆπον τῆς τρυφῆς, τὰ μῆλα μαραμμένα,
Τὰ κάλλη σου μὲ τ’ ἄροτρον τοῦ χρόνου ὠργωμένα.
Καιρὸς λοιπὸν, ἐφώναξα, τὰ στήθη νὰ πατάξω,
Τὰς κόμας νὰ σπαράξω.
Νὰ τὰς σπαράξω ἤθελα, ἠγέρθη ὁ βραχίων,
Ἀλλὰ... γυμνὸν ἀπήντησε καὶ φαλακρὸν κρανίον!
Καὶ εἰς τὴν ταραχὴν αὐτὴν ἐξύπνησα καὶ εἶδα
Καὶ πάλιν παρ’ ἐλπίδα,
Πῶς ὅλα ἦσαν ὄνειρον, κ’ ἐφάνης πάλιν, φῶς μου,
Ἡ πλέον νέα καὶ καλὴ τῶν γυναικῶν τοῦ κόσμου.
Γαλάτεια, τὸ ὄνειρον αὐτὸ θεός τις στέλλει,
Δι’ οὗ μᾶς παραγγέλλει
Τὸν ἔρωτα εἰς τῆς ζωῆς τὸ ἔαρ νὰ χαρῶμεν,
Πρὶν ἀληθῶς γηράσωμεν καὶ μάταια θρηνῶμεν!
Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/176
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
—168—