Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/175

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
—167—


ΕΡΜΗΣ

Σεῖς ἠρχίσατε, ὡς βλέπω, νὰ ἀδολεσχῆτε, ὅμως
Τὸν Ἑρμῆν προσμένει νέος εἰς τὴν γῆν ἐπάνω δρόμος.

ΚΟΡΑΗΣ

Ἂν ὑπάγῃς εἰς Ἀθήνας, ὦ Ἑρμῆ, μὴ λησμονήσῃς,
Νὰ ἰδῇς ὁποι’ ἀπέβη τοῦ ζητήματος ἡ λύσις.
Τόση εἶναι τῆς ψυχῆς μου σήμερον ἡ ἀθυμία,
Ὥστε τρέμω μὴ κἀμμία μὲ συμβῇ παραλυσία.[1]

ΕΡΜΗΣ

Μὴ τρομάζῃς, σοφὲ γέρον! οἱ νεκροὶ παραλυσίας
Δὲν φοβοῦνται, οὔτε φθίσεις, οὔτε περιπνευμονίας.


Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ.


Τὴν νύκτ’ αὐτὴν, Γαλάτεια, καθ’ ὕπνον μου σὲ εἶδα,
Καὶ εἶχες παρ’ ἐλπίδα
Ἀντὶ τῆς κόμης σου αὐτῆς τῆς μαύρης καὶ ὡραίας,
Τρίχας λευκὰς καὶ ἀραιὰς ἑξῆντα χρόνων γραίας.

Κ’ ἐγὼ γερόντιον μικρὸν, κυρτὸν, σαθρὸν, γελοῖον,
Τὴν σιαγόνα σείων
Καὶ παραξενευόμενος εἰς τὴν κατάστασίν μας,
Ἐκύτταζα μὲ θαυμασμὸν τὴν μεταμόρφωσίν μας.


  1. Ὁ Κοραῆς εἰς τὰς πρὸς φίλους του ἐπιστολὰς ἐκφράζει συχνὰ τὸν διὰ τὴν παραλυσίαν φόβον του.