Εἰς τοὺς μὲν τιμὰς καὶ δόξαν ἀπονέμονταις καὶ πλοῦτον,
Εἰς τοὺς δὲ τὴν ἀτιμίαν δίδοντας ἀνθ’ ὅλων τούτων.
Ἔμελλες λοιπὸν, πατρίς μου, καὶ αὐτὰ νὰ ὑποφέρῃς;
Σὲ κατέστρεψε τὸ πάλαι ἡ διχόνοια καὶ ἔρις.
Ἡ διχόνοια καὶ ἔρις κ’ εἰς τοὺς χρόνους τοὺς ἐσχάτους
Εἰς τοὺς κόλπους σου τυράννους ἔφερεν ἀγριωτάτους.
Τῆς ἀπολυτρώσεώς σου μόλις ἔφθασεν ἡ ὥρα,
Νὰ τὴν ματαιώσῃ πάσχει ἡ διχόνοια καὶ τώρα.
Ἐλευθέρα πολιτεία δὲν λογίζεται ἐκείνη
Ὅπου πολλαπλᾶς ὁ νόμος λαοῦ τάξεις διακρίνει.
Δὲν ὠφέλησαν ὡς βλέπω οὔτε οἱ διάλογοί μου,
Οὔτε κατὰ τῶν Φιλάρχων ἴσχυσαν οἱ Φύξαρχοί μου.[1]
Φεῦ! ματαιουμένας βλέπω τὰς γλυκείας μου ἐλπίδας.
Ἡ Ἑλλὰς ναυαγεῖ πάλιν δι’ ὀλίγους σπουδαρχίδας.
Ὅταν, ὦ Ἑρμῆ, παρέστης εἰς τὴν Ἐθνικὴν Βουλήν των,
Καὶ κατεῖδες τὴν τοσοῦτον ἀγενῆ διαγωγήν των,
Δὲν τοὺς ἔλεγες, ὦ ἄνδρες! ἑαυτοὺς κἂν σεβασθῆτε·
Τὸν σκοπὸν πρὸς τὸν ὁποῖον ἤλθετε συναισθανθῆτε!
- ↑ Ἴδε τὸν εἰς τὰ Πολιτικὰ τοῦ Πλουτάρχου ἐν εἴδει προλεγομένων Διάλογον τοῦ Κοραῆ.