Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/170

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
—162—


ΔΙΟΓΕΝΗΣ.

Δηκτικώτερός μου ἴσως ἦτον ὁ Ἀριστοφάνης.

ΚΟΡΑΗΣ.

Παύσατε, μὰ τῆς Ἑλλάδος τὴν ἀνάστασιν, ὦ φίλοι!
Λόγοι μίσους δὲν ἁρμόζουν εἰς ἀνδρῶν τοιούτων χείλη.
Πλὴν τίς ἔρχεται; νομίζω ὁ Ἑρμῆς· τὸν διακρίνω
Ἀπὸ τὸ δεκάπηχύ του τὸ κηρύκειον ἐκεῖνο.

ΕΡΜΗΣ.

Τὴν στιγμὴν, ὦ ἄνδρες, ταύτην ἐπιστρέφω ἐκ τῶν ζώντων
Τὰς ψυχάς τινων κομίζων νεωστὶ ἀποθανόντων.

ΚΟΡΑΗΣ.

Σὺ τὸν κόσμον ὅστις ὅλον καθ’ ἑκάστην περιτρέχεις,
Ἐκ τῆς φίλης μου Ἑλλάδος, ὦ Ἑρμῆ, τί νέα ἔχεις;

ΕΡΜΗΣ.

Ἡ Ἑλλάς σου, ἂν ὡς τώρα ἤθελες, ὦ γέρον, ζήσει,
Οὐδὲ Ἕλληνα πολίτην δὲν σὲ ἤθελε γνωρίσει.

ΚΟΡΑΗΣ.

Δὲν σὲ ἐννοῶ τί λέγεις, εἰς τὸν νοῦν μου μολαταῦτα
Τοῦ Σωκράτους μου φυλάττω τὰ χρυσᾶ λόγια ταῦτα.
«Αἰσχρὸν εἶναι τὸ βιάζειν τὴν μητέρα καὶ πατρίδα».

ΕΡΜΗΣ.

Πλὴν πολλοὺς νὰ τὴν βιάζουν, Κοραῆ, ἐσχάτως εἶδα.