Καὶ μένει μόνη, οἴμοι!
Τοῦ τόσου μεγαλείου σου ἡ τεθλιμμένη μνήμη!
Ἔφθανες ἄλλοτε, Σιὼν, εἰς ὕψος τοὺς ἀστέρας.
Ἀλλ’ εἰς τοῦ ᾍδου τὸν βαθὺν βυθὸν ἐταπεινώθης νῦν.
Νὰ ἀπολέσω τὴν φωνὴν,
Ἀνίσως ἕως οὗ τὸ φῶς ὁρῶ τὸ τῆς ἡμέρας,
Εἰς τῆς πικρᾶς σου πτώσεως τοὺς θρήνους δώσω πέρας!
Ἰορδάνου ῥεύματα καὶ πεδιάδες,
Βουνὰ ἱερὰ, δενδρόφυτοι κοιλάδες
Ἀπὸ τόσα θαύματα ἡγιασμέναι,
Ἀπὸ τῶν πατέρων μας τὴν γῆν, φυγάδες,
Ὡς πότε θὰ ἤμεθα ἐξωρισμέναι;
Πότε, Σιὼν, τὰ τείχη σου θὰ ἴδω ν’ ἀνεγείρωνται;
Καὶ πυργουμένους, ὦ ναὲ, τοὺς ἱερούς σου θόλους;
Καὶ τοὺς λαοὺς μὲ ἄσματα καὶ μὲ χοροὺς ἀδόλους
Εἰς δόξαν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ νὰ συναγείρωνται;
Ἰορδάνου ῥεύματα καὶ πεδιάδες,
Βουνὰ ἱερὰ, δενδρόφυτοι κοιλάδες
Ἀπὸ τόσα θαύματα ἡγιασμέναι,
Ἀπὸ τῶν πατέρων μας τὴν γῆν, φυγάδες,
Ὡς πότε θὰ ἤμεθα ἐξωρισμέναι;