Σὺ μόνος εἰς τὰς χώρας μας δὲν θὰ ἐπανακάμψῃς·
Ἔδυσας, ἄστρον φαεινὸν, ἀφήσας φῶς ὡραῖον·
Δὲν θὰ ἰδῶμεν πλέον
Τὰς χρυσαυγεῖς σου λάμψεις!
Ὤ! ἂν μαζῆ σου ἔστεργεν ἡ τύχη νὰ συζήσω,
Σὺ θὰ μὲ ἦσο ὁδηγὸς, σὺ τῶν εὐτυχιῶν μου
Καὶ τῶν δυστυχιῶν μου
Συμμέτοχος θὰ ἦσο.
Εἰς ταύτην τὴν ἀνθόστρωτον τοῦ κήπου μου γωνίαν,
Ὡραίους δύω ἔβλεπες πρὸ ἡμερῶν ναρκίσσους,
Καὶ εἰς τὸ κάλλος ἴσους
Καὶ εἰς τὴν εὐωδίαν.
Ἀλλ’ ἐπιπνεῦσαν αὐστηρῶς σφοδρὸν βορέου πνεῦμα,
Τὸν ἕνα ἐξεῤῥίζωσεν εἰς τὴν ἀνεμοζάλην·
Τὸν μείναντα δὲ πάλιν
Παρέσυρε τὸ ῥεῦμα.
Ἐὰν τὸ ῥεῦμα τὸ θολὸν μὲ σύρῃ τοῦ θανάτου,
Καὶ ὡς ὸ κόκκος ἄγνωστος ἀπολεσθῶ τῆς ἄμμου,
Ἂς θάψουν τὰ ὀστᾶ μου
Σιμὰ εἰς τὰ ὀστᾶ του.
Ἂς φυτευθῇ τριγύρω μας ἀνθῶν πυκνὴ φυτεία·
Κ’ ἐπάνω εἰς τὸν τάφον μας ἀντὶ ἐπιτυμβίου,
Ἂς γράψωσι, ΦΙΝΤΙΟΥ
ΚΑΙ ΔΑΜΩΝΟΣ ΦΙΛΙΑ.
Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/151
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
—143—