Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/142

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
—134—

Τόσον σεβαστὸν δὲν ἦτον
Τ’ ὄνομά σου καὶ ὡραῖον,
Ὅσον μὲ τὴν σκληρὰν Τύχην
Ὅταν ἔπεσες παλαίων,
Τοὺς κεραυνούς της μὴ ἀποτραπείς.

Συγγνωστὸς κ’ ἂν ἰχνηλάτεις
Δάφνην ἥρωος καὶ φήμην·
Ἀλλ’ ἂν ἔβλεπες ἐμπρός σου
Τὴν εἰκόνα τὴν πενθίμην
Τῆς δούλης Ἰταλίας, καὶ αὐτὴ
Μὲ τὰς κόμας λελυμένας,
Ἱκετευτικὸν τὸ σχῆμα,
Κλαίουσα σοῦ προηγεῖτο,
Πᾶν σου πρὸς τὴν ἦτταν βῆμα
Εἶν’ ὕμνος σου, καὶ ἡ τόλμη ἀρετή!

Ἆ! τοῦ στήθους σου τὸν ᾍδην
Ποία χεὶρ νὰ ζωγραφήσῃ,
Τὸν ὠχρὸν ὡς εἶδες Φόβον
Τοὺς στρατούς σου νὰ κλονήσῃ
Ὡς φύλλα ὥρας μετοπωρινής!
Θάνατον ἐζήτεις τότε·
Ὅμως καὶ τὸ τελευταῖον
Πυροβόλον των ἠκούσθη
Εἰς τὰ σκότη ἀποπνέον,
Σὺ δ’ ἔζης, ἀλλὰ ἔζης νὰ θρηνῇς.