Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/119

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
—111—

Ὁπόσα ἔῤῥευσαν καὶ θὰ ῥέουν
Ἐνόσῳ ναῦται τὸν πόντον πλέουν,
Καὶ ἀτενίζουν πρὸς τὴν Λευκάδα,
Τὴν θαλασσόβρεκτον Ναϊάδα.
Καὶ τῆς ἐμῆς καρδιοδονήτου
Στεναγμὸς ἔπνευσεν εἷς βαρβίτου,
Καὶ ἀνεμίχθη μὲ τοὺς ἀέρας
Ἀσθενὲς Μούσης ἀδελφῆς γέρας!


ΜΥΡΤΩ


Κἄποτε, Μυρτὼ γλυκεῖα, βλέπω εἰς τὸ ὄνειρόν μου,
Ὄνειρον σκληρόν! πῶς θνήσκεις καὶ νεκρὰ ἐνώπιόν μου
Κεῖσαι, καὶ ἐγὼ τὸ σῶμα τὸ νεκρόν σου περιβάλλω,
Καὶ δὲν στέργω κατ' οὐδένα τρόπον νὰ σὲ ἀποβάλω.
Ἤδη ἁπτομένας βλέπω τὰς λαμπάδας τὰς πενθίμους,
Καὶ ἀκούω ἱερέων μελῳδίας νεκρωσίμους,
Καὶ ἀρχίζω νὰ φωνάζω ἄγρια, νὰ πίπτω κάτω,
Καὶ νὰ πλαταγῶ τὰ στήθη, καὶ τὰς κόμας νὰ σπαράττω,
Ἕως οὗ εἰς τὰς φωνάς μου, εἰς τὰ δάκρυα τὰ τόσα,
Ἔντρομος ἡ γηραλέα μήτηρ μου ἀναπηδῶσα
Εἰς τοὺς κόλπους της μὲ βάλλει, καὶ, Παιδίον, τί φωνάζεις;
Ὄνειρον, μὲ λέγει, εἶναι, ὄνειρον, καὶ μὴ τρομάζῃς!