Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/111

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
—103—


Ὦ Κρήτη... Ἀλλ’ ἡ Μοῦσά μου δὲν προχωρεῖ, ἐπέχει.
Δακρύων χείμαῤῥος ὑγρὸς τὸ πρόσωπόν της βρέχει.
Λύπης ἐκάλυψεν ἀχλὺς τοὺς θείους ὀφθαλμούς της,
Καὶ ἡ φωνή της πνίγεται ἀπὸ τοὺς στεναγμούς της.
Τὸ πλῆκτρον ἔῤῥιψε χαμαὶ, δὲν τὴν εὐφραίνει πλέον
Τὸ ἆσμα τὸ ὡραῖον,
Ἀλλ’ ἐπὶ τῆς κιθάρας της, ’ποῦ μαύρη σκέπη κρύπτει,
Πένθιμον καὶ βαρυαλγὲς τὸ μέτωπόν της κύπτει.



ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ


Εἰς τῆς νεότητος τῆς πρώτης
Τοὺς χρόνους τοὺς τρισευτυχεῖς,
Σύντροφον εἶχα πιστὸν φίλον,
Μιᾶς πατρίδος καὶ ψυχῆς.

Μακρὰν τῆς τύρβης τῶν ἀνθρώπων,
Ἐλεύθεροι ὡς τὰ πτηνὰ,
Περιετρέχομεν λειμῶνας,
Δάση, κοιλάδας καὶ βουνά.

Αἱ ἐξοχαὶ ὁμοῦ μᾶς εἶδαν
Τοῦ εὐφροσύνου Κουκλουζᾶ,
Τοῦ εἰδυλλιακοῦ Βουρνόβα
Καὶ τοῦ ῥοδοστεφοῦς Βουζᾶ.[1]


  1. Κωμοπόλεις τῆς Σμύρνης.