Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 426.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
426

Μ’ ἕνα μαχαῖρι κρύψου ’ς τὴν ὠξόπορτα
Μέσ’ τὴν καρδιὰ νά τον κτυπήσῃς ἄξαφνα
’Σ τὸ αἷμά του νὰ βάψῃς τ’ ἄσπρα ῥοῦχά σου
Νὰ γείνουν σὰν πορφύρα κατακκόκινα.
Εἶπε κ’ ἕνα μαχαῖρι ἀπὸ μάλαμα
Ἀπ’ τὴ χρυσή της ζώνη ἔβγαλε μικρὸ
Μὲ πέτραις καρφωμένο, ὅπου ἄστραφτε.
— Πάρ’ το, καὶ τὴν καρδιά του πέρα τρύπησε,
Κ’ ἔτσι δική σου θἄχης τὴν Ζουλέϊκα.
’Σ τὰ πόδια του σκυμμένη σὰν θεότρελη
Τόνε τραβᾷ καὶ χύνει δάκρυ μὲ χαρά.
Τἀχνὸ φεγγάρι ῥίχνει ἀσημένιο φῶς
Καὶ τὸ παλάτι μονομιᾶς φωτίζεται
Λάμπουν τὰ ὅπλα, κ’ ᾑ καθρέφτες λάμπουνε.
— Μὰ τὴν Χαθώρ, σὲ βλέπω καὶ τρελλαίνομαι
Μονάχη ’ς τὸ παλάτι, καταμόναχη,
Γονατιστὴ μπροστά σου σὲ κρατῶ σφιχτά,
Καὶ σὺ δὲν ’νοιώθεις τὴν τρελὴ ἀγάπη μου;
Ἡ νύχτα φεύγει καὶ τ’ ἀστέρια σβύνονται,
Ἔλα, ψυχή μου, ξημερώνει… ἀλλοίμονον…
Γονατιστὴ ’μπροστά του ἡ Ζουλέϊκα
Μισόγυμνη, ’ς τὰ μάτια τὸν ἐκύτταζε,
Μὲ δύναμι μεγάλη τὸν ἐτράβηξε,
Κ’ ἡ φορεσιά του σχίστηκε ἀνάμεσα....
’Σ τὴν ἀγκαλιά του ἔπεσε νὰ κρεμασθῇ,
Κ’ ἐκεῖνος φοβισμένος ἐτραβήχτηκε.

Σὰν τὰ θερία ποῦ ἀγριεύουν ’ς τὰ βουνὰ
Σὰν τίγρις τῆς ἐρήμου, ἡ Ζουλέϊκα
Σηκώθηκε πάνω καὶ τὸν κύτταξε
Μὲ μάτια ἀγριεμμένα ὅπου ἄστραφταν.
— Ἀλλοίμονο σὲ σένα, ἄπονη καρδιά,
Ἀρχόντισσα ἀπ’ τῇς πρώταις μέσ’ τὴν Αἴγυπτο
’Σ τὰ πόδια σου σκυμμένη ἐσερνόμουνα
Γιατ’ εἶχα φλόγα ’ς τὴν καρδιὰ ποῦ ἄναβε,
Γιατί σὲ ἀγαποῦσα, ἄπονη καρδιά.
Μὰ τώρα ἀλλοίμονό σου, δὲν θὰ ζήσῃς πιά.
Πεινοῦν τοῦ Νείλου οἱ κροκόδειλοι, πεινοῦν
Κ’ ᾑ φυλακαὶς ᾑ μαύραις σὲ προσμένουνε.

Της Νύχτας τὸ σκοτάδι τὸ κατάµαυρο