Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 424.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
424

Γυαλίζουν ’ς τ’ ἀσημένιο φῶς τοῦ φεγγαριοῦ.
Μονάχοι τους κλεισμένοι, δίχως σύντροφο,
Ἡ νύχτα τοὺς φυλάει ’ς τὸ σκοτάδι της,
Κοιμοῦνται ᾑ παρθέναις ᾑ ἀράπισσαις
Μὲ πόθους, μὲ λαχτάρα καὶ ὀνείρατα
Μὲ τὴν καρδιὰ κλεισμένη καὶ ἀπείραχτη·
Τρελὴ ἀπ’ τὴν ἀγάπη, ἡ Ζουλέϊκα,
Μὲ μάτια λιγωμένα καὶ ὁλόφωτα
Δὲν κράτησε, μόν’ ἄνοιξε τὸ στόμα της
Καὶ τοῦ ’πε σὰν τ’ ἀηδόνι τὸ γλυκόστοµο:
— Ἔλα κοντά μου, Ἰωσὴφ, καὶ κάθησε,
Ἀπ’ τὸν καιρὸ ποῦ ἦρθες ’ς τὸ παλάτι μου
Ἀναστενάζω μέρα νύχτα μὲ καϋμό,
Σὲ βλέπω κ’ ἡ καρδιά μου χάνεται τρελή.
Ὅ λογισμός μου σὰν πουλὶ πετάμενο
Κοντά σου φτερουγίζει ὅπου καὶ νὰ πᾶς
Ἡ ὠμμορφιά σου μ’ ἔκανε κ’ ἐξέχασα
Τὸν ἄντρα μου ποῦ μ’ ἔχει ’ς τὰ μαλάματα
’Σ τὴ δόξα καὶ ’ς τὰ πλούτη τ’ ἀλογάριαστα.
Ἀρχόντισσα ἀπ’ τῇς πρώταις μέσ’ τὴν Αἴγυπτο
Ποτέ, κανένα, δὲν ἐκύτταξα γλυκά·
Ὁ Βασιληᾶς ὁ ἴδιος μὲ ἀγάπησε
Καὶ νά τον ’δῶ ποτέ μου δὲν ἐγύρισα.
Μὰ σὺ μοῦ ’πῆρες τὴν καρδιά μου ὁλάκερη
Καὶ σ’ ἀγαπῶ μ’ ἀγάπη ποῦ τρελαίνομαι.
Ἔλα κοντά μου, κύτταξε ’ς τὸν οὐρανὸ
Πῶς τρέμουνε τστέρια καὶ φεγγοβολοῦν
Σὰν τὴν καρδιὰ ποῦ ἐρωτεύεται κρυφὰ
Καὶ λαχταρᾷ μ’ ἐλπίδες χρυσοφτέρωτες
’Σ τὸ δάκρυ ποτισμένη, τὸ χαμόγελο!…
Τ’ ἀχνὸ φεγγάρι τρέχει μέσ’ τὰ σύννεφα
Χλωμὸ κ ἐρωτευμένο δίχως σύντροφο.
Τ’ ἀγέρι τὸ δροσᾶτο, τὸ χαδιάρικο
’Σ τῆς μυρωδιαὶς λουσμένο καὶ ’ς τὰ λούλουδα
’Σ την ἀγκαλιὰ τῆς Νύχτας τὴν ἀπάρθενη
Κυλιέται μυρωμένο καί τηνε φιλεῖ
Μὲ φίλημα ποῦ στάζει πρωϊνὴ δροσιά.
Ἔλα καὶ σύ, γλυκειά μου ἀγάπη, ἄνοιξε
Τὸ στόμα τὸ γλυκό σου, τὸ ἀφίλητο,
’Σ τὴν ἀγκαλιά μου γεῖρε τὸ κεφάλι σου,
Χίλια φιλάκια δός μου ἀπ’ τὰ χείλη σου