Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 422.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
422

Μὲ πέταλλ’ ἀσημένια καὶ χρυσᾶ καρφιὰ
Μὲ σέλλαις κεντημέναις καὶ ὁλόχρυσαις·
Ὁ Βασιληᾶς ὁ Ἄποφις ἐμήνυσε
’Σ τὸν Πετεφρῆ τὸν ἄντρα τῆς Ζουλέϊκας
Νὰ βγοῦν ἁρματωμένοι μ’ ἄλογα πολλὰ
Θεριὰ νὰ κυνηγήσουν κ μέσ’ τὴν Ἔρημο
’Σ τῆς νύχτας τὴν λαμπράδα ’ς τὴν ἀστροφεγγιά.
Ἡ πόρτα ἀνοίγει ξάφνω κ’ ἡ Ζουλέϊκα
Τὸν Ἱωσὴφ γυρνᾷ καὶ βλέπει ποῦ ’μπαινε
Παιδὶ εἴκοσι χρόνων μυριοστόλιστο
Μὲ φορεσιὰ σὰν περιστέρι κάτασπρη
Μεταξοκεντημένη, χρυσογάζωτη.
Τὸ πρόσωπό του τὸ γλυκὸ τὴν ’θάμπωσε
Τὸν εἶδε κ’ ἐσηκώθη μὲ τρελή χαρὰ
Μέσ’ τὴν καρδιά της ἔπνιξε ἕνα στεναγμὸ
’Σ τῆς σκλάβαις τῇς παρθέναις γύρῳ ἔγνεψε
Κ’ ἐπάψαν τὰ τραγούδια καὶ σωπάσανε.
— Ἀρχόντισσα, κυρά μου, ἦρθα νὰ σοῦ ’πῶ
Πῶς φεύγουμε τὴν νύχτα, τὰ μεσάνυχτα,
Καβάλλα, ἀρματωμένοι, μὲ τὸν βασιληᾶ,
Θεριὰ ’ς τῆς λαγκαδιαὶς νὰ κυνηγήσουμε
Ὡς ποῦ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος τὰ χαράμματα
— Μὲ τὸ καλὸ ἂς πᾶνε κι’ ἂς γυρίσουνε,
Μιὰ χάρι θέλω ἀπὸ σένα καὶ ζητῶ
Μονάχη μή μ’ ἀφήσης, δίχως σύντροφο.
Μεῖνε μαζί μ’ ἀπόψε, μεῖνε, κάθησε
Ὡς ποῦ νὰ ἔρθῃ πάλι πίσω ὁ ἄνδρας μου.
Φοβᾶμαι, μὲ τῆς σκλάβαις,, ὁλομόναχη
Τὴ νύχτα νὰ περάσω τὴν ἀτέλειωτη.
Ἔλα κοντά μου, ὤμμορφο, γλυκὸ παιδὶ
Μὲ τὰ γλυκύτερά σου μάτια, ἀστέρινα,
’Σ τοὺς κεντημένους καναπέδες κάθησε
Τὰ κερασένια χείλη καὶ τὸ στόμα σου
Τὸ μικροκαμωμένο, τὸ ἀφίλητο
Ποῦ ’μοιάζει μὲ τὸ ῥόδο τὸ ἀπάρθενο
Μὲ τὴ δροσιὰ ποῦ στάζει τὰ χαράμματα
Μὴν ντρέπεσαι μπροστά μου, μόνε ἄνοιχτο·
Ἔλα κοντά μου, ὤμορφο γλυκὸ παιδί,
Καὶ ’πές μου ποιὰ εἶνε ἡ μάννα ποῦ σ’ ἐγέννησε;
Ποιὸς ἀπ’ τὴν ἀγκαλιά της σ’ ἔκλεψε μικρὸ
Καὶ σ’ ἔφερε ’δῶ πέρα καὶ σ’ ἐπούλησε;