Μαριγουλα — Καλὲ θεῖέ μου!…
Φυκαρησ ὡς ἄνω. — Αὐτὸ ποῦ σοῦ λέω!… Καὶ ἔπρεπε νὰ μὴν ἦταν πεθαμμένος νὰ τοῦ δείξω ’γώ!…
Μαριγουλα ἔντρομος. — Πῶς! ἀπέθανε;.... Ἄχ! [πίπτει ἐπὶ καθίσματος].
Φυκαρησ. — Πῆγε ’ς τὸ διάβολο!… ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ’κεῖ ἀκόμα δὲν ἡσυχάζει, στέλλει παραγγελίαις ’ς τοὺς ἀνεψιούς του, ποῦ νὰ πάρη ὁ διάβολος καὶ τοὺς ἀνεψιοὺς καὶ τῇς ἀνεψιαῖς!....
Μαριγουλα. — Μὰ θεῖε μου....
Φυκαρησ ὡς ἄνω. — Μὰ καὶ ξεμὰ δὲν ἔχει… Μιὰ ἐσύ, ἕνας ἐκεῖνος… Ἄμ! ὁ θεῖος;… Ποῦ νὰ πάρῃ ὁ διάβολος καὶ τοὺς θείους καὶ τῇς θείαις ἀκόμα!
Μαριγουλα. — Μά, θεῖέ μου, τί ἔχετε; τί σᾶς ἔκαμεν;…
Φυκαρησ. — Μ’ ἐπροκάλεσεν ὁ ἄνανδρος! Μὲ ἐπροκάλεσεν ἀλλὰ δι’ ἄλλου!....
Μαριγουλα. — Ποιός;
Φυκαρησ. — Ποιὸς ἄλλος παρὰ ὁ πεθαμμένος!
Μαριγουλα ἰδίᾳ. — Δυστυχία μου! παραμιλεῖ.... Κύριος οἵδε τί νὰ ἔχη!…
Φυκαρησ. — Ἄ! ἔπρεπε νὰ ἦταν ζωντανὸς νὰ τοῦ ἔβγαινα τὸ καρύδι, μὰ τί νὰ σοῦ κάμω, πρόφθασε καὶ πῆγε ’ς τὸ διάβολο μόνος του!....
Μαριγουλα ἰδίᾳ. — Θεέ μου!… Τὶ νὰ κάμω;.... Παραφρονεῖ!… [Ὑψηλοφώνως]. Τὸν εἴδατε, θεῖε μου, τὸν Ἰούλιον;
Φυκαρησ. — Τὸν εἶδα, μάλιστα. Καὶ ἴσως τὸν ξαναϊδῶ διὰ τελευταίαν φοράν!
Μαριγουλα. — Μὰ τότε ποιὸς ἀπέθανε;
Φυκαρησ. — Πάλιν τὰ ἴδια! Ποιὸς ἄλλος παρὰ ὁ θεῖος του!…
Μαριγουλα. — Καὶ τὸ εἴχατε γιὰ νέον αὐτό; Αὐτὸς ἀπέθανε πρὸ ὀχτὼ ἡμερῶν.
Φυκαρησ. — Ἄχ! Νὰ μὴ τὸν προφθάσω!…
Μαριγουλα. — Αἴ! τί νὰ γίνῃ! Μὴ κάνετε ἔτσι… κι’ ἄλλοι χάνουν τοὺς φίλους των, μὰ δὲν κάνουν ἔτσι....
Φυκαρησ. — Φίλος μου! Ποῦ ’στὸ διάβολο ’βρέθηκε φίλος μου, ἀφοῦ καὶ πεθαμμένος ζητᾷ νὰ μὲ ξεβγάλῃ!…
Μαριγουλα. — Μὰ δὲν ’μπορῶ νὰ σᾶς καταλάβω, θεῖε μου.
Φυκαρησ. — Ἄ! βέβαια πῶς δὲν ’μπορεῖς! Εἶναι πράγματα αὐτά, νὰ ’μιλοῦν κ’ οἱ πεθαμμένοι.
Μαριγουλα. — Μά....
Φυκαρησ. — ’Μιλοῦν, σοῦ λέω!.... Ζητοῦν μάλιστα καὶ ἐκδίκησιν!… Μὰ ἔννοια σου, καὶ σοῦ τὸν φτειάνω ’γώ!…