δραχμαὶς ἂν κληρονομοῦσες σύ, θὰ ἤσουν τώρα ’ς τὸ Φρενοκομεῖον....
Δικαιοσ. — Θέλεις πίστεψε, θέλεις μὴ πιστεύεις.... Σοῦ λέγω μόνον ὅτι ὁ θεῖος μου ὁ Κονδυλοφόρος σοῦ ἄφησε χρόνους…
Βαλσαμοσ. — Μόνον;… Καλλίτερα νὰ μοῦ ἄφηνε τὴ σκούφια του!.... Ὥστε λοιπὸν κληρονομεῖς;
Δικαιοσ. — Καὶ ναὶ καὶ ὄχι καὶ ὄχι καὶ ναί!…
Βαλσαμοσ. — Δηλαδή;
Δικαιοσ. — Κληρονομῶ ὑπὸ ὄρους ἢ μᾶλλον δὲν κληρονομῶ διότι ὑπάρχουν ὅροι!
Βαλσαμοσ. — Ἀρχίζω νὰ σὲ πιστεύω ἀφοῦ παραμιλεῖς....
Δικαιοσ. — Τὰ βλέπεις;
Βαλσαμοσ. — Μὰ πῶς γίνεται νὰ κληρονομῇς καὶ νὰ μὴ κληρονομῇς;
Δικαιοσ. — Ἰδού. Κληρονομῶ τετρακόσιαις χιλιάδες φράγκα ὑπὸ τὸν ὅρον νὰ φονεύσω ἐν μονομαχίᾳ τὸν ὑπολοχαγὸν Γεράσιμον Φυκάρην....
Βαλσαμοσ. — Τί λές, ἀδελφέ!… Αὐτὰ δὲν γίνονται!…
Δικαιοσ. — Ἴσα ἴσα ἐπειδὴ δὲν γίνονται γι’ αὐτὸ δὲν κληρονομῶ κ’ ἐγώ!…
Βαλσαμοσ. — Πῶς;
Δικαιοσ. — Νά! δὲν κληρονομῶ!… καὶ διὰ τοῦτο θὰ τινάξω τὰ μυαλά μου!…
Βαλσαμοσ. — Γι’ αὐτὸ ’πῆρες τὸ ρεβόλβερ μου; Μὰ καὶ γιατί παρακαλῶ δὲν κληρονομεῖς;
Δικαιοσ. — Μπορῶ ἐγὼ νὰ σκοτώσω ἄνθρωπον καὶ μάλιστα ὑπολοχαγόν;
Βαλσαμοσ. — Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος;
Δικαιοσ. — Ἀμμέ;
Βαλσαμοσ. — Ὦ! βλᾶκα!… Ὦ μποῦφο!… ἢ μᾶλλον ἀμαθέστατε!… Βρὲ δὲν ξέρεις… ἀλλὰ ποῦ νὰ ξέρῃς, σὺ δὲν ἄνοιξες ἀκόμη βιβλίον.... Βρὲ δὲν ξέρεις ὅτι ὁ ὄρος τοῦ φόνου τοῦ Φυκάρη εἶναι αἵρεσις ἀνήθικος καὶ ἑπομένως θεωρεῖται ὡς μὴ γεγραμμένη καὶ κληρονομεῖς;…
Δικαιοσ. — Ἀστειεύεσαι;
Βαλσαμοσ. — Ἄμ! δὲν ἀνοίγεις τὸ τυχὸν κληρονομικὸν δίκαιον νὰ ἰδῆς!
Δικαιοσ. — Ἄ! μὰ τότε!....
Βαλσαμοσ. — Τότε εἶσαι πλούσιος φιλαράκο μου!
Δικαιοσ. — Στάσου, ἀδελφέ μου, νὰ σὲ φιλήσω. [Ὁρμᾷ καὶ τὸν ἀσπάζεται]. Σὺ εἶσαι καλλίτερος ἀπὸ ὅλους τοὺς συμβολαιο-