Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 357.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
357

καὶ ὀνειδίζοντες τὸν Αὐτοκράτορα της Ῥωσίας καὶ την ὀρθοδοξίαν. Ἐκ τῶν ὕβρεων καὶ προσβλητικῶν προπόσεων τῶν ἀγάδων, ἐξερεθισθέντες οἱ δύο ἐξάδελφοι Μιχάλης καὶ Μιχελῆς ἐπετέθησαν μόνοι κατὰ τῶν συμποσιαστῶν καταλαβόντες ἑκάτερος τὸ ἕτερον ἄκρον τῆς ὁδοῦ ἐν ᾗ εὐωχοῦντο, διέλυσαν τὸ συμπόσιον, συνέτριψαν τὰ σκεύη καὶ μουσικὰ ὄργανα, ἔδειραν τοὺς κωμαστάς, καὶ κατετραυμάτισαν διὰ ῥάβδων καὶ μαχαιρίων ἑπτὰ ἐκ τῶν πανηγυριστῶν Τούρκων. Τοῦ παραβόλου τούτου τολμήματος σῴζεται καὶ δημῶδες ᾆσμα, οὗ παρατιθέμεθα ὧδε τοὺς κυριωτέρους στίχους.

’Σ τὸν Κυρτωμᾶδο ’γίνηκε ἕνα καλὸ τσιμποῦσι
κι’ ἀναγελοῦν τὸ Μόσκοβη μικροὶ μεγάλοι Τοῦρκοι.
Καὶ κάλεσμα ἐκάμανε ἀπὸ τὴ χώρα μέσα
’ς τὸν Κυρτωμᾶδο βγήκανε νὰ κάμουνε τὴν φέστα.
Μὲ τὰ βιολιὰ ἐβγήκανε καὶ μὲ τσ’ ἀγαγαρᾶδες,
μὲ λύραις κι’ ἄλλα ἄργανα εἰκοσιδυὸ ἀγᾶδες.

....................................................................................................................................................................................................................................................


Καὶ τὸ τραπέζι σταίσανε οἱ Τοῦρκοι ’ς τὸ σοκάκι
εὐτόνος ὁ Μεμὲτ ἀγᾶς κι αὐτὸ τὸ Μουσταφάκι.
Καὶ δυὸ Ῥωμηοί ’λαχαν ἐκεῖ, καλοὶ ντελικανῆδες
κ’ ἐκάθουνταν εἰς τὸν καβὲ ὡσὰν τσοὶ τσελεπῆδες.
Ξαδέρφοι ἤτανιε κ’ οἱ δυό, τὸν ἕνα λὲν Μιχάλη,
κ’ εἶνε καὶ παπαδόπαιδο Χατζῆς καὶ παλληκάρι.
Τὸν ἄλλο λένε Μιχελῆ κ’ εἶνε καὶ Σφακιανάκι,
κ’ οἱ δυό τσοι μακελλέψανε τσοὶ Τούρκους ’ς τὸ σοκάκι.
Οἱ Τοῦρκοι τραγουδούσανε κ’ ἔλεγαν µαντινάδες,
«τὸ Ῥούσιο ἐνικήσαμε νά ’στε πάντ’ ἀραγιάδες».
Καὶ ὁ Χατζῆς τῶν ἤλεγε· «μὴ λέτε γιὰ τὸ Ῥούσιο,
μὰ ’ς τὰ χαρτιά μας βρίσκομε πῶς θὰ ξεβγῇ ὁ Τοῦρκος.

....................................................................................................................................................................................................................................................


Τοῦτα τὰ λόγια εἴπανε κ’ ἐβγῆκα οἱ τσέλεπῆδες,
καὶ εἰς τὰ χέρια των βαστοῦν γδυμνοὺς τσοὶ πασαλῆδες.
Ἀπάνω τωνε χύνονται καὶ μπαίνουν καὶ κτυποῦσι
καὶ σποῦν τσοὶ κεφαλαίς τωνε καὶ κρίσι δὲ ῥωτοῦσι.
Καὶ τὰ ποτήρια ’σπάσανε κ’ ἐσπάσαν καὶ τὰ πιᾶτα,
καὶ τὰ φαγιὰ ’σκορπίσανε κ’ ἐπιάσαν τὰ σοκάκια.

....................................................................................................................................................................................................................................................


Τοῦ Μουσταφάκη κάµανε πίτερα τὸ βιολί του.
ὁποῦ τὸ γλέντιζ’ ὁ φτωχὸς κ’ ἔβγανε τὸ ψωμί του.
Χύνεται ὁ Μεμὲτ ἀγᾶς, ὁποῦ ’τον ἀντρειωμένος,
μιὰ μαχαιριὰ τοῦ δώκανε κ’ ἔπεσε λιγωμένος.