Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 345.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΠΑΡΑ ΤΟΝ ΤΑΦΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΥΚΛΑΥΣΤΟΥ
ΜΠΗΛΙΩΣ ΦΡ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΔΑΜΙΑΝΟΥ

[26 Ἀπριλίου — 3 Ἰουνίου 1891]

ΤΑ μάτια δὲν στεγνώξανε ἀπὸ τὸ δάκρυ ἀκόμα·
εἶνε τὰ στήθη ὁλόμαυρα καὶ ὁλόπικρο τὸ στόμα,
γιατὶ δὲν ἔστειλε γραφὴ νὰ ἰδοῦνε πῶς περνάει
ἡ ταξειδεύτρα ἡ ζηλευτὴ ποῦ ’μίσεψε καὶ πάει.
Δῶρα πικρά, δῶρα γλυκά, δῶρα κλαϋμοῦ σωριάζουν,
κ’ εἰς κάθε λούλουδο τῆς νειᾶς, πικρὰ πικρά σταλάζουν
τὰ μάτια ποῦ τὴ χάσανε· κ’ εἶν’ ὅλα τ’ ἄνθη γράμμα,
κάθε τους φύλλο καὶ γραφή, κάθε γραφὴ καὶ κλάμμα.
Σηκόνονται, κι’ ὡς παίρνουνε τὰ δῶρα ἕνα ἕνα,
τοὺς λέει τὸ σπίτι τ’ ὀρφανό: Κ’ ἕνα φιλὶ ἀπὸ μένα!
Κι’ ὡς νὰ πηγαίνουνε νεκρὸ λυπητερὰ κινοῦνε
κ’ ἐκεῖ ποῦ ἀράζουν οἱ σταυροὶ τὰ δῶρα κουβαλοῦνε. —
Πές μας, λαχτάρας πέρασμα καὶ τοῦ κλαϋμοῦ λιμάνι,
ἡ χαϊδεμμένη Μπήλιω μας τὶ γίνεται, τί κάνει;
Σὲ ποιὰ περιβόλια τριγυρνᾷ; ποιὰ μέρη ταξειδεύει;
Τἄχα νά ζῇ;… μὴν πέθανε;… Ἐμᾶς δὲν μᾶς γυρεύει;
Πές μας, λιμάνι, νὰ χαρῆς τὸ δάκρυ ποῦ σὲ βρέχει,
ἡ Μπήλιω μας ποῦ βρίσκεται;… Σαράντα ’μέραις τρέχει
κι’ ἄφησ’ ἀδέρφια καὶ παιδιὰ καὶ μάνα καὶ πατέρα,
κι’ ἔρμον ἐμὲ τὸν ἄνδρα της νὰ κλαίγω νύχτα μέρα
καὶ νὰ θυμοῦμαι ὅλα της, τὤνα ξοπίσω ’ς τἄλλο. —
Μπήλιω μου, μὴ μᾶς ἔφυγες γιὰ νὰ μὴν ἔλθῃς ἄλλο;
Πές μου, ψυχή μου ἀγγελική, ποῦ μᾶς πετᾶς ’στὰ ξένα,
’μπορεῖς νὰ ζῆς χωρὶς ἐμᾶς κ’ ἐμεῖς χωρὶς ἐσένα;