Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 339.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
339

καὶ θὰ χαθοῦμε… ἀνεφώνησαν οἱ ἠλίθιοι χωρικοί, ὀδυρόμενοι καὶ ἀπελπισθέντες.

IV.
ΟΙ ΚΟΜΠΟΓΙΑΝΝΙΤΑΙ

Οἱ Κομπογιαννῖται εἶνε πολυάριθμοι. Ἀποτελοῦν μυριοπρόσωπον τάγμα, ἁπανταχοῦ τῆς γῆς διεσπαρμένον καὶ ἀσύντακτον μέν, ἀλλὰ δρῶν. καὶ ἀκμάζον, ὡσεὶ συνείχετο ὑπὸ σιδηροῦ τινος κανονισμοῦ. Εἶνε κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον ὅλοι ὅμοιοι πρὸς ἀλλήλους καὶ ἔχουν τὰ αὐτὰ προτερήματα καὶ ἐλαττώματα. Ὕπουλοι, πονηροί, ἀσυνείδητοι, ἀμαθέστατοι, κρυψίνοες, ὑπομονητικοί, ἄπληστοι καὶ σκληροκάρδιοι, περιπλανῶνται ἐδῶ κ’ ἐκεῖ μὲ τὰς ῥάβδους, τὰ κομβολόγια καὶ τοὺς σάκκους των, διασπείροντες πανταχοῦ τὴν δυστυχίαν καὶ τὸ πένθος οἱ ἀκατάβλητοι οὗτοι λωποδύται τῶν σωμάτων καὶ τῶν ψυχῶν. Εἰσέρχονται εἰς τὰς οἰκίας σας μετὰ μεγίστης ἀγερωχίας καί, ὅταν κλείητε αὐτοῖς τὴν θύραν, ἀναρριχῶνται, ὡς αἴλουροι, καὶ εἰσδύουσι δεξιώτατα διὰ τοῦ παραθύρου, ἐν ἀνάγκῃ δὲ καὶ τῆς καπνοδόχου τῆς στέγης, ὡς καλικάντζαροι. Σας ἀπατῶσι καὶ σᾶς ἐμπαίζουν. Ἐκμυζῶσι τὰ βαλάντια ὑμῶν, πλούσια ἢ πενιχρά, ὡς βδέλλαι, καὶ χωρὶς νὰ ἔχητε βαρυνθῇ τὸν κόσμον ἢ ἀφορμὰς διὰ ν’ αὐτοκτονήσητε σᾶς ἀπαλλάττουν τοῦ φορτίου τῆς ζωῆς καὶ σᾶς στέλλουν, ὦ ἀπολωλότα πρόβατα, εἰς τὰς χώρας τῶν μακάρων. Σᾶς πλησιάζουν μετὰ πραότητος ἁγίου καὶ ἤθους ἀσκητοῦ καὶ σᾶς σπαράττουν οἱ κακοῦργοι μὲ σκληρότητα γυπός. Τρέφονται μὲ τὰς σάρκας σας, μὲ τὴν ὑγιείαν καὶ τὴν ζωήν σας. Σᾶς ποτίζουν δηλητήριον καὶ τὸ πίνετε προθύμως, ἐκλαμβάνοντες αὐτὸ νέκταρ ζωῆς. Σᾶς δολοφονοῦν καὶ παραπονεῖσθε κατὰ τοῦ ἀθώου Θεοῦ, ὅστις ἐν τούτοις σᾶς ἔχει δώσει λογικὸν καὶ ὀφθαλμούς, διὰ νὰ μὴ ἐμπίπτητε εἰς βόθρους. Καὶ σᾶς φονεύουν, ὄχι μόνον τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχήν, συσκοτίζοντες τὸν νοῦν σας οἱ ἀλιτήριοι ἀπατεῶνες μὲ τὰ παραμύθια τῆς μαγείας καὶ μύρια ἄλλα καὶ ἔχετε τὴν ἠλιθιότητα νὰ τοὺς θαυμάζητε, ὡς ὄντα ὑπεράνθρωπα. Σᾶς ἀρέσκει, σᾶς ἐκπλήσσει, σᾶς πατᾷ τὸ ἄγνωστον, τὸ μυστήριον, πομπῶδες καὶ ὑπερφυσικὸν καὶ χάνεσθε κατὰ γράμμα, ἐν ὀδυνηρᾷ καὶ ἀτελευτήτῳ