Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 337.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
337

ὅτι ὁ κυνικὸς Μενέδημος εἰς τόσον βαθμὸν τερατείας ἔφθασεν, ἀναλαβὼν σχῆμα Ἐριννύος, περιέτρεχε λέγων, ὅτι ἀφίκετο ἐκ τοῦ ᾍδου, ἀπεσταλμένος ὑπὸ τῶν δαιμόνων, διὰ νὰ ἐπιβλέπῃ καὶ κρατῇ σημειώσεις περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὅτι ἄλλος, ἀναιδέστερος ἀγύρτης, πνεόντων ποτὲ ἐτησίων ἀνέμων σφοδρῶς καὶ καταστρεφόντων τοὺς καρπούς, διέταξε νὰ ἐκδάρωσιν ὄνους καὶ κατασκευάσωσιν ἀσκούς, λαβὼν δὲ αὐτοὺς διέτρεχε τοὺς λόφους καὶ τὰς ἀκρωρείας διὰ νὰ συλλάβῃ τοὺς ἀνέμους, μὴ ἀπορήσητε διὰ τὴν θρασύτητά των καὶ την μωρίαν καὶ δεισιδαιμονίαν τοῦ ὄχλου. Ὁ Κὺρ Ἀνδρέας κατώρθωσέ τι τερατωδέστερον.

Το χωρίου Γυμνὸν τῆς Ἀλέας μαστίζεται συνήθως ἐξ ἑλωδῶν πυρετῶν. Κατὰ τὸ ἔτος ὅμως 1875 ὑπέφερε δεινότερον καὶ οἱ πλεῖστοι τῶν κατοίκων ἠσθένησαν καὶ πολλοὶ ἀπέθνησκον, κατέλαβε πάντας φόβος καὶ τρόμος.

Ἐπεφάνη τότε ὁ κὺρ Ἀνδρέας, κληθεὶς νὰ θεραπεύσῃ ἀσθενεῖς. Ἀλλ’ ὁ πονηρὸς, ἰατρὸς ἐπὶ τῇ περιστάσει ταύτῃ συνέλαβε καὶ ἐπραγματοποίησε τολμηρότερον σχέδιον.

Ἔπεισεν ὁ κατεργάρης τοὺς ἀφελεῖς καὶ περιφόβους χωρικούς, ὅτι εἰς μάτην οἱ ἰατροὶ καὶ τὰ ἰατρικά, διότι εἰς τὸ χωρίον των ἔχουν ἕνα πολὺ τρομερὸν θηρίου, ἕνα στοιχειό, ποῦ τοὺς τρώγει καὶ ἀποθνήσκουν. Φοβερὸν θηρίον, ποῦ βυζαίνει γάλα ἀπὸ τὸ φεγγάρι καὶ μουγγρίζει τὸ φεγγάρι! καί, ὅτι, ἂν δὲν σκοτωθῇ, τὸ θηρίον αὐτὸ θὰ τοὺς φάγῃ ὅλους καὶ δὲν θὰ μείνῃ ῥουθοῦνι.

Οἱ χωρικοὶ τὸν ἤκουον, ῥιγοῦντες καὶ ἐν ἄκρᾳ συγκινήσει καὶ ἠρώτησαν:

— Καὶ πῶς θὰ γλυτώσουμε ἀπ’ αὐτὸ καὶ νὰ πάψῃ τὸ θανατικό;

— Τὸ σκοτόνω ἐγώ! ἀνέκραξε μετὰ στόμφου ὁ Κὺρ Ἀνδρέας, φθάνει νὰ κάμετε ὅ,τι σᾶς πῶ.

— Ὅ,τι μᾶς ’πῆς, Κὺρ γιατρέ, μὲ τοὺς ὁρισμούς σου.

— Ἀκούσατε λοιπὸν. Νὰ μοῦ δώσετε 300 δραχ. μετρητάς, 50 ὀκ. μαλλιὰ καὶ ἀπὸ ἀλεῦρι, τυρὶ καὶ ὅ,τι ἄλλο ἔχει καθένας σπίτι του, ὅσα ἔχετε εὐχαρίστησιν καὶ ἀκόμη ἕνα τουφέκι δίκαννον καὶ μπαρούτη, πολλὴ μπαρούτη.

— Ὅλα καλά, γιατρέ. Μὰ γιὰ τὰ μετρητὰ θὰ δυσκολευθοῦμε, γιατί ὁ Θεὸς ξέρει τὴ φτώχια μας.