Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 333.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
333

τον ἀμνόν. Αἴφνης εἷς τῶν οἰκείων τοῦ ἀσθενοῦς τρέχει, λέγων τῷ Κὺρ Ἀνδρέᾳ:

— Γιατρὲ ψυχομαχάει.

— Δὲν ἔχει τίποτε! ἀποκρίνεται ὁ ἰατρὸς. Καὶ τρώγει.

— Γιατρὲ πεθαίνει, ἔρχεται ἄλλος περίφοβος φωνάζων.

— Δὲν ἔχει τίποτε, σᾶς λέω! καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τρώγῃ μακάριος ἰατρός.

— Γιατρὲ ἐτελείωσε! ἔρχεται τρίτος, ὀλολύζων.

— Δὲν ἔχει τίποτε, βρὲ ζῶα!!....

Ἀλλ’ ἀκούονται θρῆνοι καὶ ὀλοφυρμοὶ ἐκ τοῦ θαλάμου τοῦ ἀσθενοῦς καὶ ὁ Κὺρ Ἀνδρέας ἐγείρεται νὰ φύγῃ. Τότε ὅμως τὸν προφθάνει εἷς συγγενὴς τοῦ θανόντος μεθ’ ἡρακλείου ῥοπάλου καὶ τῷ καταφέρει λυσσωδῶς παρὰ μίαν τεσσαράκοντα, μόλις δὲ σώζει αὐτὸν ἀπὸ βεβαίου θανάτου ὁ ἀγαθὸς συνάδελφός του.

Καὶ ὁ Κὺρ Ἀνδρέας, ἀναχωρῶν:

— Ὁρίστε! λέγει. Κάμε καλὸ στοῦ διαβόλου τὸ χωριό! Ἀλλά, τί νὰ εἰπῇς! Αὐτὰ ἔχει ἡ ἐπιστήμη. Σηκόνει καὶ ξύλο !

Ἰατρομαγεία. — Εἰς χωρικόν, ἀσθενοῦντα ἐπικινδύνως, ὁ Κὺρ Ἀνδρέας ὑπόσχεται νὰ μὴ φύγῃ, πρὶν ἢ τὸν θεραπεύσῃ. Ἀφοῦ ἔλαβε πᾶν ὅ,τι ἠδυνήθη εἰς ἀμοιβήν του, εἶδε δέ, ὅτι ὁ ἀσθενῆς ἦτον εἰς τὰ ἔσχατα, διέταξε τοὺς οἰκείους του νὰ κλεισθῶσιν ὅλοι ἐν τῷ οἴκῳ καὶ καθήσουν ἐν τῷ μέσῳ, κύκλῳ λέβητος κενοῦ καὶ ἀτενίζωσιν εἰς τὸν πυθμένα αὐτοῦ, ἀκίνητοι, ἕως οὗ ἀκούσουν τρεῖς λιθοβολισμοὺς εἰς τὴν στέγην, τότε δὲ ν’ ἀνοίξουν τὴν θύραν, διὰ νὰ εἰσέλθῃ ὁ ἰατρὸς καὶ τὸν θεραπεύσῃ εὐθύς. Ἡ θεραπεία συνωδεύετο ὑπὸ μαγείας.

Οἱ ἀπλοϊκώτατοι χωρικοὶ ἐξετέλεσαν κατὰ γράμμα τας διαταγάς του. Ἀλλ’ ὁ ἰατρός μας, κλείσας αὐτοὺς ἐν τῷ οἴκῳ, ἀναβαίνει τὸν ἡμίονόν του καὶ φεύγει δρομαίως, ἐκεῖνοι δέ.... ἀκόμη τὸν περιμένουν.

Ἰατρικὸν συμβούλιον. — Μέγα ἰατρικὸν συμβούλιον συνεκροτήθη περὶ τὴν κλίνην πάσχοντος ἐκ κακοήθους πυρε-