Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 316.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
316

ἐτρομάξαν οἱ Ἑβραῖοι κ’ ἔχασαν ταῖς προσευχαῖς,
τὰ βιβλία ἐξεσχίσαν καὶ τὴν παλαιὰν ἀρποῦν.
Ἔπειτα ὡς λύκοι ἐδράμαν. μὲ τσικούρια πόρταις σποῦν,
ἐρημόνουν καὶ συνάζουν καὶ τὸν πλοῦτον ἀγαποῦν κλπ.

Τὸ ποίημα τοῦτο καὶ αἱ παραλειπόμεναι λοιπαὶ αὐτοῦ στροφαὶ διά τε τὴν ἔλλειψιν ποιητικῶν εἰκόνων καὶ τὴν ἀφιλόκαλον χρῆσιν τῆς ποιητικωτάτης δημώδους γλώσσης δὲν εἶνε ἐκ τῶν καλλιτέρων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἕτερον ὅμως ποίημα κατὰ τὸν αὐτὸν ἐπίσης αἰῶνα γραφὲν καὶ ἀναφερόμενον εἰς τὸν φόνον τοῦ αὐτοῦ παιδὸς εἶνε ἓν τῶν ὡραιοτάτων, συνετέθη δὲ προδήλως ὑφ’ ἑτέρου ποιητοῦ, ὡς δεικνύουσι στροφαί τινες:

Διαβάταις ἐπερνούσανε ἀπῶνα ἀκρογιάλι,
καὶ εἴδανε μέσ’ ’στὰ ῥηχὰ κ’ ἕνα σακκὶ μαυρίζει,
ξεζώσθηκαν τὰ ῥοῦχα τους καὶ ’στὸν γιαλὸν ἐμπῆκαν,
κ’ ἑσύραν ἔξω ’στὴν στεριὰν τὸ ηὕρεμα ποῦ πιάσαν.
Ἐσχίσαν τήνε τὴν τριχιὰ κ’ ἕνα παιδάκι νοιώθουν,
ποῦ σταυρωμένο ἤτανε ’στὰ ξύλα τοῦ σταυροῦ μας:
Ἤτανε τὸ κεφάλι του σφυγμένο μέσ’ ’στἀγκάθια.
Εἶχε ἀποκάτω ἀπ’ τὸ βυζὶ λαβωματιὰ μεγάλη.
Ἐκεῖνοι ἐγονατίσανε καὶ τὸ παιδὶ δοξάζουν,
Ὀβρηακὴ τὸ ’σταύρωσε τὸ μαῦρο τὸ παιδάκι.
Ἴσια στὴ χώρα ἐπήρανε, στὴν ἐκκλησιὰ τὸ πᾶνε.
Ἡ μάννα του τὸ γνώρισε, σέρνει τὰ μάγουλά της:
« Ὀφοῦ ’ναι τοῦτο τὸ παιδὶ ποῦ θρέψαν τὰ βυζιά μου,
« ὁποῦ τὸ ἀπεκοίμιγα στὴ κούνια μὲ τραγούδια,
« ὁποῦ το γλυκοφίλουνα ’στὰ μάτια καὶ ’στὰ χείλια
« Ἴσως ὅταν σ’ ἐσταύρωναν, παιδί μ’, ἐθύμησές με!
« — Πατέρες ποῦ κυττάζετε, μαννάδες, ποῦ γροικᾶτε,
« ’μιλεῖτε ποιὸς τὰ πάθη μου τὰ ἔλαβε παρόμοια;»
Ἔτζι ἔλεγε καὶ ἔσκουζε σὰν λύκος ’στὸ λημέρι.
Κἄποιος τῆς ἀποκρίθηκε — «Σώπα, καϋμένη μάννα,
« ἡ Παναγιὰ τὰ ἔπαθε τὰ ἴδιά σου πάθη.»
Πολὺς λαὸς μαζώχθηκε καὶ πᾶνε στοὺς Ἑβραίους·
τὰ μνήματά τους ξέχωσαν κ’ ἐπέταξαν τῇς σάρκαις,
’στοὺς δρόμους ἐβρωμένανε κουφάρια Ὀβρηοσύνης,
τὰ πατοῦσε μὲ τὸ γοργὸ τ’ ἄλογο ὁ καβαλάρης,
οἱ σκῦλοι τὰ τραβούσανε καὶ ’πάλευαν ἀπάνω....

Τὸ ποίημα τοῦτο ὑπὸ πολλὰς ἐπόψεις εἶνε ἀσυγκρίτως ἀ-