Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 263.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
263

μικρὸν ἐκεῖνο ἐπὶ τοῦ φατνώματος ἁρπάγιον, τὸ ἔθηκεν ἡ ἀδελφή μου, ὅπως κρεμάσῃ τὸν κλωβὸν τοῦ καναρίου της. Νὰ ἡ γωνία, ἐφ’ ἧς ἡ Ἀμάτα, τὸν γαμήλιον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς φέρουσα στέφανον, προσέκλινε λιπόθυμος, καθ’ ἣν στιγμὴν ἔμελλε νὰ μᾶς ἀποχαιρετίσῃ. Ἰδοὺ τοῦ δευτεροτόκου πατρός, τοῦ ἀκριβοῦ μας Ντάνου ὁ προσφιλὴς κοιτών, ὅπου συνεζητοῦντο συνήθως αἱ οἰκογενειακαὶ ὑποθέσεις· συμπαθῆς, ἐχέμυθος χῶρος τοσούτων ἀδελφικῶν ἐκμυστηρεύσεων καὶ φιλολογικῶν συζητήσεων. Νά· ἐδῶ εἶχε τὸ γραφεῖόν του· ἐδῶ πολλάκις εἰργάσθην μέχρι νυκτὸς βαθείας, παραδίδων ἐπὶ τοῦ χάρτου, καθ’ ὑπαγόρευσιν τοῦ διδασκάλου ἀδελφοῦ, τὰς ὑψηλὰς σκέψεις τῆς εὐρείας διανοίας του καὶ τὰ βαθέα συναισθήματα τῆς εὐγενοῦς αὐτοῦ καρδίας. Ἐδῶ ἀνεγίνωσκον πρὸς αὐτὸν τοὺς στίχους μου, καὶ ἤκουσα τοὺς ἰδικούς του. Ἰδοὺ πλησίον τοῦ ἀγαπητοῦ Πίου τὸ κομψὸν δωμάτιον· ἐκεῖ ἐκοιμᾶτο καὶ ἐμελέτα ὁ ἕτερος προσφιλὴς ἀδελφὸς Στέφανος. — Χαῖρε, ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου· χαῖρε, μικρὰ ἐπὶ τῆς θύρας αὐτοῦ συκῆ, ἣν ἐγκαταλείπω, καθ’ ἣν ἐποχὴν ἐνδύεσαι διὰ τοῦ πρασίνου φυλλώματός σου. Χαῖρε, κωδωνοστάσιον· χαίρετε, κώδωνες, ὧν ὁ γλυκὺς ἦχος τὴν πρωΐαν ἑκάστης κυριακῆς μὲ ἀφύπνιζε. — Χαίρετε, καλοί μου γείτονες, ἀγαθαί μου γειτόνισσαι, μεθ’ ὧν ἐπὶ τόσα ἔτη ἔσχομεν κοινὰς τὴν χαρὰν καὶ τὴν θλῖψιν, καὶ τὰς ὁποίας, ὄπισθεν τοῦ ἐν τῷ ἰσογαίῳ δώματι σιδηροφράκτου παραθύρου μου, ἔβλεπον πορευομένας εἰς τὸν σεπτὸν Οἶκον τοῦ γείτονος προστάτου μας, καὶ ἀπερχομένας ἐκεῖθεν, πότε μὲ τὸν ὑψωμένο βασιλικό, μὲ τὰ βαφτισμένα πορτοκάλια καὶ τὰ κανατάκια γεμάτα ἀπὸ ἁγιασμὸν εἰς τὰς χεῖρας· πότε μὲ ταὶς βιολέταις, μὲ τὸ βαγί, μὲ τὴ δάφνη, καὶ ἀπαγούσας μετ’ εὐλαβοῦς προσοχῆς τὸ νῃὸ φῶς εἰς τὰς οἰκίας σας. Καὶ σεῖς διερχόμεναι ἀπὸ τοῦ παραθύρου μου, ἐχύνατε εἰς τὸ ποτῆρί μου λιγάκι ἀπὸ τὸν ἁγιασμό σας, καὶ μοῦ ἀπερνούσατε ἀνάμεσα εἰς τὰ σίδερα ἕνα βαγί, ἕναν κλῶνο ἀπὸ τὸ βασιλικό, ἀπὸ ταὶς βιολέταις, ἀπὸ τὴ δάφνη σας, διὰ τὸ ’κόνισμά μου. — Χαίρετε, τρυφερά μου γειτονόπουλα! Κατὰ τὸ προσεγγίζον Πάσχα, μικροί μου φίλοι, δὲν θὰ σᾶς ἴδω μὲ τὰ λαμπριάτικά σας νὰ ’βγαίνετε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ὅπου ἐκάμετε τὸ χρυσὸ δόντι, κρατοῦντες