Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 258.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
258

— Καλέ! πῶς δὲν τὸ παίρνει; πῶς τὸ ’πῆρε τὸν καιρό, ποῦ τ’ ἀνεβάσανε;

— Ξέρω κ’ ἐγώ; θ’ ἀνέθηκε, φυσικά, ἀπὸ τὸ παραθύρι.

— Μωρ’, τί παραιθύρι;… βίρα, παιδιά, κ’ ἐπέρασε!…

— ’Βρίσκει ’ς τὸ πιάσιμο τσἡ σκάλας…

Τὸ ἀτυχὲς ἔπιπλον μετὰ πολλὰς προσπαθείας, συνοδευομένας ὑπὸ βλασφημιῶν, κραυγῶν καὶ προτρεπτικῶν ἐναλλὰξ ἐπιφωνημάτων ἐκ τοῦ ἐν χρήσει λεξιλογίου τῶν ἀχθοφόρων, διέρχεται τὴν κλίμακα, ἀφοῦ τὸ πρὸς τ’ ἀριστερὰ σιδηροῦν ἔρεισμα διηυλάκωσεν οἰκτρῶς τὴν στιλπνὴν καὶ λείαν πλευράν του. Πλὴν τὴν διάβασίν του ἐσημείωσεν ἐπὶ τῶν τοίχων τῆς κλίμακος δι’ αἵματος… διὰ τοῦ αἵματος τῶν ἀπαγωγέων του, οἵτινες μετὰ τὸν θρίαμβον θεῶνται ἐκδαρείσας τὰς χεῖρας.

Παρίσταμαι εἰς τὴν σκηνὴν ταύτην ἄφωνος, σχεδὸν ἀποβλακωμένος, μηχανικῶς ἀντιλαμβανόμενος τῶν περὶ ἐμὲ συμβαινόντων. Ἀλλ’ αἴφνης συνερχόμενος εἰς ἐμαυτὸν:

— Αἴ;… τί κάμνετε αὐτοῦ; — τοῖς κράζω — ποῦ πηγαίνετε αὐτὸ τὸ ἔπιπλον;

Εἰς τὴν ἐρώτησιν ταύτην διανοίγουσι τοὺς ὀφθαλμοὺς καί με θεωροῦσιν ἔκπληκτοι.

— Ποῦ τὸ πᾶμε ἀφέντη; Εἰς τὸ νέο σπίτι!…

— Ποῖο σπίτι;

Εἰς τὴν νέαν ταύτην ἐρώτησίν μου ἐνόμισα ὅτι διέκρινα τινὰ ἐξ αὐτῶν ποιοῦντα τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ, ὅστις θὰ ἐσκέφθη ἴσως:

Ὁ ἀτυχῆς, παρεφρόνησε!

— Ποῦ πηγαίνετε, σᾶς ἐρωτῶ, αὐτὸ τὸ ἔπιπλον; Ποιὸς σᾶς στέλλει διὰ νὰ μὲ ξεσπιτίσετε; Τάχα ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ μᾶς κάμνει ἔξωσιν; Ἀλλ’ ἡμεῖς τὸν ἐπληρώναμεν πάντοτε ἐμπροθέσμως, πολλαῖς φοραὶς μάλιστα καὶ πρὶν λήξῃ τὸ ἐνοίκιον!… Εἶνε κάτω ὁ δικαστικὸς κλητήρ; Εἰπέτε του ὅτι δὲν τὸν κουνῶ ἀπ’ ἐδῶ, καὶ ἂν ἐρχότουν ὁλόκληρες ἡ χωροφυλακὴ διὰ νὰ μὲ βγάλῃ. — Ἀλλὰ τί παράδοξος, τί ἰδιότροπος ἄνθρωπος αὐτὸς ὁ σπιτονυκοκύρης! Ἔξωσιν εἰς ἀνθρώπους ἐντίμους καὶ καλοπληρωτὰς ὡς ἡμεῖς! — Εἰπέτε του νὰ μᾶς αὐξήσῃ τὸ ἐνοίκιον κατὰ ἑκατόν, διακοσίας δραχμάς, — ὅσον θέλει! Τῷ προτείνομεν μάλιστα νὰ μᾶς πωλήσῃ τὸ