Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 256.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
256

λησαν, τὸ ἀπεβύθισαν, ὡς ἐναέριον τὸ ἀνέβασαν ἐπὶ τοῦ ὄχθου, τὸ συνεπῆραν ἐπὶ τὸν ἀνήφορον, ἔκφρων δ’ ἐκ τῶν μαστιγωμῶν καὶ τῶν κραυγῶν ὁ ροσσινάντης, ἐλευθερωθείς, τρέχει πλέον ἐν σπουδῇ, ἐξαπολύεται δρομαῖος, πηλαλᾷ. Κρατῶν δ’ αὐτὸν ἀπὸ τοῦ χαλινοῦ, παραπλεύρως νῦν, τρέχων τόρα καὶ αὐτός. θυµώδης, τὸν ἀπάγει ὁ καρραγωγεύς, τὸν μαστιγόνει ἀδιακόπως, τοῦ κατεβάζει τὸ καμτσίκι στὰ πλευρά, στὰ λαγαρά, εἰς τὰ καπούλια, στὰ σφυρά, εἰς τὰς ἰγνῦς, βρυχώµενος «Τὴν Παναγιά σου! Τὸ Χριστό σου!» ἀδιαλείπτως καὶ σκληρῶς.

Ἐκ τοῦ πεζοδροµίου τοῦ πλαγινοῦ δρόμου, πρὸς ὃν μετὰ πατάγου φέρεται, ἀνέρχεται κυρία τις μεσόκοπος, φοροῦσα μαῦρα, σεβασµίου ἐξωτερικοῦ, εἶδός τι Ροζοῦς, μὲ τὰς κορδέλας τοῦ καπέλλου της περιπλαισιούσας τὸ ἰσχνόν της πρόσωπον, κρατοῦσα μπόγον τυλιγμένον μὲ χαρτὶ εἰς χεῖρας. Νοικοχυρά τις ἀγαθὴ ὡς φαίνεται, ἥτις θὰ πῆγε νὰ ψωνίσῃ στὰ ἐμπορικά, καὶ ἐπιστρέφει εἰς τὸν οἶκον μὲ τὸ δέμα ποῦ κρατεῖ. Καὶ εἶδεν ἡ καλὴ γυνὴ τὸ πρᾶγμα, προσέβλεψε τὸ ἄλογον καὶ τὸν καρραγωγέα, καὶ τοῦ ἀθλίου τετραπόδου τὴν φυγήν, καὶ τὰς πληγὰς ποῦ καταφέρει πάντοτ’ ἐπ᾽ αὐτὸ ὁ κύριός του, κ’ ἐν ἀγανακτήσει, ἀπευθυνομένη πρὸς αὐτόν, ἔρρηξε διαμιᾶς φωνὴν ὀξεῖαν:

— Βρέ, βρέ, βρέ, τὶ τὸ χτυπᾷς ἔτσι, μὴν τὸ χτυπᾶς, βρὲ, ὤ τὸ καύμένο, τὶ βάρβαροι ἄνθρωποι, τὶ βάρβαροι!… Βρέ, βρέ, μὴν τὸ χτυπᾶς ἔτσι, τὶ βάρβαροι ἄνθρωποι, τὶ βάρβαροι!…

Ἀπομένει δ’ ἐστραμμένη πρὸς τὸ φεῦγον κάρρον βάλλουσα τὰς κραυγὰς αὐτῆς, καὶ ἀποβλέπει πρὸς αὐτό, καὶ ξεφωνίζει σχετλιαστικῶς, κινοῦσ’ ἀσυνειδήτως στὸν ἀέρα καὶ τὸν µπόγον της.

Ἀλλ’ ὁ καρραγωγεύς, ἐξαφανιζόμενος ἤδη ἐκεῖ κάτω ἐντὸς νέφους κονιορτοῦ, ἐπαναστρέφων βιαίαν τὴν κεφαλὴν ὑπὲρ τὴν ψωραλέαν χαίτην τοῦ ἀλόγου του, ἀγρίως:

— Τὸ σταυρό σου καὶ σένα μέσα, βραχνοφωνεῖ, γρῃὰ καρακάξα!… Ποῦ νὰ σὲ βροῦμε σένα τὴν πολιτισμένη νὰν τὸ ξεκολλήσης δίχως νὰν τὸ βαρέσῃς!…

Ἀθῆναι, Αὔγουστος τοῦ 1891.

Μιχαηλ Μητσακησ