Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 255.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
255

— Μωρ’ εἶνε βουλιαγμένο γιὰ καλά!… παρατηρεῖ τις τῶν θεατῶν.

— Μωρὲ μιὰ σταλιὰ τόπος κ’ ἔχει τόση λάσπη!…, συμπεραίνει δεύτερος, περιβλέπων γύρωθεν τὸ τελµατίδιον.

— Ἀμ’ εἶνε κι ὁ ὄχτος ποῦ δὲν τ’ ἀφίνει, προσθέτει ἄλλος. Δὲ γλέπεις, νά, κεῖνος ὁ τροχὸς ξεκόλλησε καὶ χτυπάει καὶ ξαναπέφτει.

Κάτωθεν τοῦ κάρρου σχεδὸν ἐντελῶς, παρὰ τὸ ἔδαφος, ὁ καρραγωγεὺς κατέβαλλεν ἤδη ἰσχυρὰν προσπάθειαν. Ἐπιτυχὼν δὲ νὰ τὸ ἀνυψώσῃ περισσότερον πρίν, ἔκαμεν ἐπίκλησιν πρὸς τοὺς παρισταμένους·

— Βοηθᾶτε μωρέ παιδιὰ καὶ σεῖς λιγάκι ἀποφτοῦ νὰ βγῇ κ’ ὁ ἄλλος…

Δύο - τρεῖς ἐκ τῶν βλεπόντων, ἐργατικοὶ ἄνθρωποι, δὲν ἀπέστερξαν τὴν πρόσκλησιν, προσελθόντες δὲ καὶ τοποθετηθέντες καταλλήλως, ἤρχισαν καὶ αὐτοὶ νὰ σπρώχνουν, οἱ μὲν τὸν ἀτίθασσον τροχόν, οἱ δὲ τὸν σκελετὸν τοῦ ἁμαξίου. Παθαίνονται δὲ καὶ οἱ ἴδιοι μετ’ ὀλίγον, ἀνθισταμένου ἔτι τούτου, καὶ ἱδρόνουν παροµοίως, καὶ ἀσθμαίνουν, καὶ κλίνουν τὸν κορμὸν τοῦ σώματος ὡς θέλοντες νὰ τὸν κάμουν ὁριζόντιον, καὶ ὀλισθαίνουν τεντωνόμενοι ἐπὶ τῶν ἐμπροσθίων των δακτύλων τῶν ποδῶν, ἐκβάλλοντες ἐπιφωνήσεις ἐνθαρρυντικάς, προτρεπτικάς, πρὸς ἑαυτούς τε καὶ ἀλλήλους, προεξάρχοντος τοῦ ἐνδιαφερομένου.

— Χάϊντε!… Ἅϊντε μωρὲ παιδιά!… Ἅϊντε!… Ἄϊ μωρὲ ἄτιμο!… Τὴν Παναγία σου μέσα!… Ἕϊ!… Ἕϊ!…

Κ’ ἐν τῷ μεταξύ. ὁ συγκρατῶν τοὺς χαλινούς, τραβᾷ ἐμπρὸς ἀνηλεῶς τὸ ἄλογον, καὶ ὁ δουλάκος τοῦ μπακάλικου καταµαστίζει τὰ πλευρά του.

Οὕτως, ὠθούμενον ρωμαλέως καὶ σφοδρῶς, τὸ κάρρον συγκλονεῖται ὅλον, συγκινεῖται, κυμαίνεται πέραν καὶ ἐδῶθεν, τρίζει, κρίζει, σίζει, προσκρούει κατὰ τῶν πισινῶν τοῦ τετραπόδου, καὶ πηγαινοέρχεται. Τὸ ἄλογον πληττόμενον ἐξ ἄλλου, σκουντώµενον, δερόμενον, συρόμενον, ἐκβιαζόμενον, κινεῖται καὶ αὐτὸ παντοιοτρόπως, ἐπὶ τῆς θέσεώς του, ἀνανεῦον τὸν λαιμὸν διαρκῶς, ὡς παριστάνον τὸ ἀδύνατον τοῦ πράγματος. Κινοῦνται δὲ καὶ συντινάσσονται ἀπαύστως καὶ τὰ ἐπ’ αὐτοῦ, τὸ σαμαράκι καὶ ἡ λιμαριὰ κ’ ἡ πισινέλα κινδυνεύουν νὰ ἐκφύγουν, σείονται τὰ καφάσια, τὰ κοντάρια, τὰ ἐπανωκάπουλα, καὶ οἱ τροχοί, ἐπιθυμοῦντες νὰ στραφοῦν ἐπὶ τοῦ σιδηροῦ των τριγκιλίου καὶ ἀποτυγχάνοντες, οἰμώζουν. Τέλος, ἐν ὑπερτάτῃ ἐντάσει νεύρων καὶ μυῶν, ἀλκῇ ὀργίλῃ, ἐξέσπρωξαν αὐτὸ ἀπὸ τῆς λάσπης, τὸ ξεκόλ-