Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 253.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
253

δρόμον, ἀνακραυγάζων εἰς βραγχώδεις, οἱονεὶ ἐγγαστριμύθους ἐπικλήσεις.

— Ἕϊ!… Ἕϊ!… Νὰ χέσω τὸ γονιό σου, ψοφάλογο!… Ἕϊ!… Τὸ Χριστό σου, ἄτιμο!… Βρὲ οὔστ!… Μπᾶ νὰ πάρ’ ὁ διάολος τὸ κεφάλι σου, κερατᾶ!… Ἕϊ!… Χέϊ!… Σςςς!…

Παραφέρεται δὲ, δεινῶς, περιρρεόμενος ὑπὸ ἱδρῶτος, τινάσσει μεταξὺ τῶν χειλέων του τὰ γκέμια, καὶ μὴ ἀρκούμενος εἰς τὸ καμτσίκι, ἐν τῇ ὀργῇ, καὶ τῇ ἀνυπομονησίᾳ του, πατάσσει ἐπικουρικῶς αὐτὸ καὶ διὰ τῶν ἰδίων του ποδῶν καὶ τῶν χειρῶν, ἐν λακτισμοῖς καὶ γρόνθοις, Ὅλον τὸ λαϊκὸν βλασφημολόγιον, ὁ θησαυρὸς τῶν ὕβρεων τῶν ἀγυιῶν, ἐκβράζεται ροχθῶν ἀπὸ τὸ στόμα του, ὡς ἀπὸ καταρράκτου βρωμερός ἀφρός. Ἐν τῇ στενῇ ὁδῷ, παρὰ τὴν τελματώδη αὔλακα, ὀνόματα Θεοῦ, Χριστοῦ, Σταυροῦ, καὶ Παναγίας περιΐπτανται, ἀνέρχονται πρὸς τὸν ἀέρα, διασχἰζουν τὸ κενόν, συνοδευόμενα ἀπὸ τῶν ἐπιθέτων τὰ αἰσχρότατα, κατεμπτυόµενα, βορβοροκυλιόµενα, ἐκπορνευόμενα παντοίως. Κ’ ἐνῷ ὁ κύριός του ἀσχολεῖται νὰ ξερνᾷ ἐπάνω του τὴν φοῦρκάν του, τὸ ζῷον, ἐπανειλημμένως κατατρίβεται εἰς ἀποπείρας συνεχεῖς, παλαίει. ἀγωνίζεται, καὶ ἄχθεται, καὶ ἐξαντλεῖται ἀτυχῶς εἰς δοκιμάς. Ἐντούτοις, μίαν ἀπὸ τὰς πολλάς, ὁ ὀστεώδης ροσσινάντης, ἔβαλε τὰ δυνατά του, καὶ κατώρθωσε νὰ ἀποσπάσῃ τὸν δεξιὸν τροχόν, τὸν ἐξεκόλλησε σχεδόν, καὶ πλήρη βούρκου ἀποκάτω τὸν ἐτράβηξε νὰ τὸν ἀνεβάσῃ εἰς τὴν ὄχθην. Ἀλλά, προσκρούσας κατ’ αὐτῆς. γλοιώδης ἤδη, παρευθὺς ἐξανακύλισεν ἐκεῖνος, ἄλλως τε κρατούμενος κ’ ἐμποδιζόμενος ἀπὸ τὸν κολλημένον σύντροφόν του, ἔπεσε ὅπου καὶ πρὶν ἦτον, κατετράνταξε τὸ ἄλογον, κ’ ἐχώθη ἔτι μᾶλλον νῦν βαθύτερον. Ἀπελπισθὲν δὲ φαίνεται τὸ κτῆνος ὡρισμένως, ἐπανέλαβε τὴν ἀρχικήν του στάσιν, μὲ τοὺς ἀστραγάλους βρεχομένους, προσεπασσαλεύθη ἀκινήτως, ἀνεβοκατεβάζον μόνον παραδόξως τὸν αὐχένα, ὡς ἀρνούμενον νὰ ἐξακολουθήσῃ τὸν ἀγῶνα.

Παρὰ τὸ κάρρον τὸ σταθμεῦον, δὲν ἐβράδυναν, ἐντὸς ὀλίγου νὰ συσταθμεύσουν ἐννοεῖται, κ’ οἱ ἀπαραίτητοι περίεργοι τῶν δρόμων. Διότι, εἰς τὰς πόλεις, τοὺς γεννᾷ ἐξάπαντος ἡ γῆ τοὺς περιέργους. Καὶ ἐνῷ τέως ἐπεκράτ’ εἰς τὴν ὁδὸν ἡ ἐρημία, ἐντελής, μόλις συντύχῃ τὸ παραμικρόν, βλέπεις ἐξαίφνης τὸν δουλάκον τοῦ γειτονικοῦ μπακάλικου νὰ ἀποσπᾶται ἐκ τῆς θύρας, νὰ προσέρχεται, ἕνα παιδί, πηγαῖνον ἢ ἐρχόμενον ἀπ’ τὸ σχολεῖόν του,