Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 250.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
250

τὸ ὑπέρογκον, ἐναλλάσσει ἐπαλλήλους, τοὺς ἀσθενεῖς πόδας του, διαμείβει τὰς ἰσχνάς του κνήµας, μηκύνει τοὺς μηρούς, κάμπτει τὰ γόνατα. Ἁπλόνεται τὸ ἀργασμένον του τομάρι ὑπὸ τὴν προσπάθειαν, συστέλλεται ἢ ἐκτυλίσσεται, ριχνοῦται ἢ τεζάρεται, νὰ εὐκολύνῃ τῶν ἱστῶν τὸ παίξιμον. Στηρίζοντ’ αἱ ὁπλαί του εἰς τὸ ἔδαφος στερρῶς, τὰ νεῦρα τείνονται, ἀνδρίζονται τὰ γυῖα, κοπιάζουν αἱ ἰγνῦς. Ἀπὸ τοῦ λευκωποῦ μετώπου του, κατὰ χονδρὰς σταγόνας, πίπτει ὁ ἱδρώς, θρόµβους ὀγκώδεις, ἐπαφίνοντας εὐρεῖαν τὴν κηλῖδα καταγῆς. Παρίσταται ἐν γένει προικισμένον ὑπὸ ἀντοχῆς παθητικῆς μεγάλης, ἥτις πολλάκις εἶνε μᾶλλον χρήσιµος, παρὰ αὐτὴ ἡ ἐνεργὸς ρώμη. Τὰ βλέμματα ἔχει προσηλωμένα σταθερῶς πρὸς τὰ ἐμπρός, δηλαδὴ χάμω, κ’ αἱ παρωτίδες ἐμποδίζουν νὰ κυττάξῃ πλάγια. Ἀλλά, ἡ ὄρεξίς του, καὶ χωρὶς αὐτῶν, δὲν θὰ τὸ ἐκινοῦσε νὰ ἰδῇ τί τρέχει τάχα γύρω του. Ἴσως ἀκόμη, μάλιστα, οὔτε καὶ κάτω ποῦ κυττάζει βλέπει ἀπολύτως τίποτε. Ὅλας του τὰς δυνάμεις, σωματικὰς ἢ διανοητικὰς ἢ ψυχικάς, φαίνεται νὰ τὰς συνεκέντρωσεν ἀνεπιγνώτως στὴν δουλειάν του, καὶ εἰς αὐτὴν μόνην, νὰ προσέχῃ. Τὸ βάδισμά του, μ’ ὅλην τὴν κατὰ στιγμὴν ἀναστολήν του, διὰ νὰ ἀναπνέῃ, εἶν’ ἓν τούτοις συνεχές, καὶ ἀμετάβλητον, καὶ ἀπαράλλακτον, ὅπως ἐπίσης συνεχὴς καὶ ἀπαράλλακτος ὁ συνοδεύων τοῦτο γόος τῶν τροχῶν καὶ ὁ βαθὺς ἀνασασμός του. Μηχανὴ θὰ ἐπίστευες, ἅπαξ εἰς κίνησιν τεθεῖσα, καὶ πιστῶς ἀκολουθοῦσα τὴν δοθεῖσαν αὐτή εὔθυνσιν. Κἄποτε, οὐχ ἧττον, τυχαίνει νὰ σκοντάψῃ αἰφνιδίως εἰς λιθάριον, πέτραν τινὰ κυλιομένην ἀνὰ τὴν ὁδόν, καὶ παρεκκλίνει δι’ ἓν λεπτόν, τρικλίζει δεξιά - ἀριστερά, χάνει ὀλίγον τὴν ἰσορροπίαν. του. Ριπτάζεται δ’ εὐθὺς ἐπὶ τοὺς ἄξονάς του τὸ ἑπόμενον τετράγωνον κιβώτιον, κλυδωνίζεται καὶ παραπαίει. Πλὴν, δὲν ὁ ἀργεῖ νὰ ἀναλάβῃ τὸν τακτικὸν δρόμον του, καὶ νὰ τραβήξῃ πάλιν, ἀχρονοτριβεί, νὰ ἐπανεύρῃ τὴν οἰκείαν του φοράν. Καὶ ὑπὸ τ’ ἀνοικτὰ τῶν οἴκων ὄμματα, ἐν τῷ κονιορτῷ, ἐπὶ τοῦ αὐχμηροῦ ἐδάφους, ἄγει τὸ σαρκίον καὶ τὸ κάρρον του, μὲ ἦθος φιλοσοφικόν, ὡς ἀποφασισμένον νὰ βαδίζῃ αἰωνίως.

Ὄμως, ὡς ἔφθανεν εἰς τῆς ὁδοῦ τὸ ἄκρον, καὶ ἐστρέφετο πρὸς τ’ ἄνω, ἀπροόπτως, ἀποτόμως, συνεκόπη. Ὅ στενὸς δρόμος διετέμνετο κατὰ τὸ πλάτος του ἀπὸ βαθεῖαν αὔλακα, σκαφεῖσαν τίς οἶδεν ἀπὸ ποῖον, κ’ ἑνοῦσαν πρὸς ἀλλήλους τοὺς δύο ἑκατέρωθεν ὑπὸ τὰ κράσπεδα τῶν λιθοστρώτων ρύακας, τοὺς ὀχετοὺς δι’ ὧν