Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 229.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
229

ρωπὸ τραγοῦδι ἀπὸ τὰ χείλη των ἢ ἕνα γέλωτα ἠχηρὸν ἀπὸ ἐκείνους ποῦ ἤκουα τόσῳ συχνὰ εἰς τὴν οἰκίαν μας. Ποτὲ κατὰ τὰς ἐπισήμους ἑορτὰς δὲν τὰς συνήντησα εἰς τὴν ἐκκλησίαν οὔτε εἰς τὸν περίπατον. Ἡ τάξις τῆς οἰκίας των ἦτο τόσῳ ἀκριβὴς πάντοτε, ὥστε κατέπληττε τὴν παιδικὴν κεφαλήν μου. Τὰ πάντα τίς οἶδε πρὸ πόσων ἐτῶν εἶχον τὴν αὐτὴν θέσιν, ἀκόμη καὶ ὁ Φίντος, τὸ σκυλάκι, ἐκοιμᾶτο πάντοτε παρὰ τοὺς πόδας τῆς θείας τῆς μεγάλης. Ὁ χαμηλὸς σοφᾶς ὠμοίαζε μὲ χάρτην γεωγραφικόν· ὅσῳ συλλογίζομαι δὲν ἠμπορῶ νὰ εὕρω παρομοίωσιν ἄλλην. Ὅπως ἐπάνω εἰς τον χάρτην ἡ Εὐρώπη, ἔχει πάντοτε μίαν καὶ τὴν αὐτὴν θέσιν καὶ ἐν γένει ἑκάστη ἤπειρος τὴν ἰδικήν της, τοιουτοτρόπως ἑκάστη θεία καὶ ἑκάστη ἀνεψιὰ εἶχον μίαν καὶ τὴν αὐτὴν θέσιν πάντοτε. Ἀπὸ τοῦ θανάτου τῆς μητρός των ὅλαι ἐπενθηφόρουν.

Ὅλα τὰ ζητήματα συνεζητοῦντο ἐκεῖ ἡσύχως καὶ ἑκάστη ἔδιδε τὴν ἰδέαν της, διότι αἱ γνῶμαι καὶ αἱ πεποιθήσεις ἦσαν διῃρημέναι.

Ὁ Ἀρτέµης ἐζωγράφιζε στρατιώτας ἐπάνω εἰς τὸ ἀβάκιόν του, ἡ Σοφία ἐκοιμᾶτο ναρκουμένη ὑπὸ τὸν ψίθυρον τῶν χαμηλῶν ἐκείνων φωνῶν, ἐγὼ ἤκουα ἄπληστος. Ἂν κατεδέχοντο νὰ μ’ ἐρωτήσουν θὰ τοὺς ἔλεγα ὅτι εἶμαι μὲ τὴν γνώμην τῆς Ἑλένης. Ἠγάπων τὸν Πατριάρχην τὸν ὁποῖον ἠγάπα ἐκείνη καὶ τὸν πρωθυπουργὸν τὸν ὁποῖον ὑπεστήριζε.

Ἡ μητέρα μου πολὺ τὰς ἐξετίμα καὶ τὴν ἤκουα νὰ λέγῃ πρὸς τὰς φίλας της:

— Θαρρεῖς πῶς οἰκογενειακόν των εἶναι νὰ μένουν γεροντοκόριτσα. Νέαι μὲ τόσα προτερήματα μὲ τόση εὐμορφιὰ δὲν θὰ εὕρισκον ἂν ἤθελον κἀνένα ἄνδρα; Μία νὰ κάμη τὴν ἀρχὴν κατόπι πιστεύω πῶς τὰ κορίτσια ὅλα θὰ ὑπανδρευθοῦν.

Ἐνίοτε ἡ Ἑλένη ἔλεγε:

— Μητέρα, σήμερον θὰ καοῦν πυροτεχνήματα κάτω στὸ χωριό. Πῶς ἤθελα νὰ τὰ ἰδῶ, ποτέ μου δὲν εἶδα.

— Ποιὸς σοῦ φέρει τὰ νέα; ἠρώτα ἀγρίως ἡ θεία ἡ μεγάλη.

— Σχέσεις φαίνεται ἔπιασε… ἔλεγεν ἡ θεία Μαριγώ.

Τότε ἡ κ. Δόμνα ἐθώπευε τὴν Ἑλένην καὶ τῆς ἔλεγε σιγὰ στρεφομένη πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἐκαθήμην ἐγώ:

— Ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα ἡ καλὴ ὅλα θὰ τὰ ἰδῇς, κόρη μου·