Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 223.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
223

— Δεῖξέ μου — τῷ ἐπαναλέγω — τὴν ἀντιγραφήν.

— Τὴν ἀντιγραφήν…

— Λοιπόν! τὴν ἀντιγραφήν· δὲν τὴν ἔκαμες;

— Τὴν ἔκαμα, ἀλλά… τὴν ἐλησμόνησα σπίτι.

— Καὶ διατί νὰ τὴν λησμονήσῃς; Τοῦτο συνέβη καὶ ἄλλοτε, καὶ τότε, ἐνθυμεῖσαι, σὲ ἐσυγχώρησα.

— Δὲν θὰ τὴν λησμονήσω πλέον…

— Ἔτσι μοῦ ἔλεγες καὶ τὴν ἡμέραν ἐκείνην.

— Ἀλλὰ τώρα σᾶς τὸ λέγω ἀληθινά.

— Λοιπὸν ὁμολογεῖς, ὅτι τότε μοῦ τὸ ἔλεγες ψέμμα.

— .....

— Φέρε μου ἐδῶ τὴν Χρηστομάθειαν.

Τρέχει ἀμέσως εἰς τὸ θρανίον του, καὶ μοὶ κομίζει τὸ αἰτηθὲν βιβλίον.

— Ἀλλ’ ἡ Χρηστομάθεια αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ ἰδική σου!.... Εἶνε τοῦ Τάκη… Ἠθέλησες λοιπὸν νὰ μὲ ἀπατήσῃς! Ἀλλὰ δὲν τὸ ἐπέτυχες. Σὲ εἶδα, ποῦ τὴν πῆρες τώρα ἀπὸ αὐτὸν. Ἔπειτα, ἐγὼ τὴν ἀναγνωρίζω καὶ ἀπὸ ἓν ἄλλο διακριτικόν· ἡ Χρηστομάθεια αὐτὴ ἔχει ἐδῶ, νά, μίαν μικρὰν μισοσβυμμένην χαλκομανίαν… — Δὲν εἶνε ἀλήθεια, Τάκη;;

Καὶ ὁ ἐνώπιόν μου παῖς, νομίσας ὅτι εὗρε τέλος τὸν ἀκαταμάχητον λόγον — τὸν ὁποῖον σχεδὸν ἐμάντευσα — προσκτᾷ κἄπως θάρρος, καί:

— Τὴ δική μου — σπεύδει νὰ εἴπῃ — δὲν μοῦ την ἔδεσε ἀκόμα ὁ βιβλιοδέτης.

— Ἆ, τὸν ἀχρεῖον βιβλιοδέτην!

Ἐνῷ δ’ ἐκεῖνος ὑφίσταται τὴν ἀνάκρισιν ταύτην, ἐγὼ οὐχ ἧττον σκέπτομαι νὰ εὕρω τρέπον, ὅπως τὸν ἀπαλλάξω τῆς ἐπιβληθείσης τιμωρίας· μετὰ βραχεῖαν δὲ σιγήν. προσθέτω:

—Ἄκουσε· ἐὰν μοῦ εἰπῇς καλὰ σήμερον τὸ μάθημα, ἐγὼ σοῦ συγχωρῶ την ἔλλειψίν σου, καὶ σὲ ἀφίνω νὰ σχολάσῃς. — Ἀλλά — ἐσκέφθην κατ’ ἐμαυτόν — ἐὰν δὲν ἠξεύρῃ τὸ μάθημα — καὶ ἀμφέβαλλον ἐὰν τὸ ἠξεύρῃ — ἡ θέσις αὐτοῦ θὰ ἐπιβαρυνθῇ ἔτι μᾶλλον, εἰς δὲ τὴν τιμωρίαν τῆς νηστείας θὰ προστεθῇ καὶ ἡ ἐλάττωσις τοῦ βαθμοῦ, ἢ νὰ εἴπω κάλλιον τὸ μηδενικόν! Ἐφοβήθην μήπως ἡ πρότασίς μου ὑπῆρξεν ἀπερίσκεπτος, καθότι ὤφειλον νὰ ἐνθυμηθῶ, ὅτι τὴν προτεραίαν