Ἐν τῷ κακουργοδικείῳ.
— Διατί νὰ φονεύσῃς τὴν γυναῖκα σου, ἄθλιε! ἐρωτᾷ ὁ Πρόεδρος τὸν κατηγορούμενο.
— Δὲν ἦτο δυνατόν, κύριε Πρόεδρε, νὰ ζήσωμε πλέον μαζύ…
— Καὶ διατὶ τότε δὲν τὴν ἐχώριζες;
— Ἆ, δὲν ’μποροῦσα· μὲ ἐμπόδιζεν ὁ ὅρκος μου…
— Ποῖος ὅρκος;
— Νά, τῆς εἶχα ὁρκισθῇ νὰ μή μᾶς χωρίση τίποτε παρὰ μόνον ὁ θάνατος.
Ἡ σκηνὴ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἐξομολογήσεως. Ἡ κυρία Ρ***, ἀρκούντως φιλάρεσκος ἀλλὰ καὶ ἀρκούντως δυσειδής, ἐρωτᾷ δειλῶς τὸν πνευματικόν της:
— Ἅγιε πάτερ, εἶνε ἁμαρτία τάχα ὅταν ἀκούω νὰ μὲ λέγουν ὡραίαν;
Καὶ ὁ πονηρὸς ἱερεύς:
— Ἁμαρτία, κόρη μου, δὲν εἶνε. Ἀλλὰ δὲν εἶνε πάλι καὶ καλὸν πρᾶγμα νὰ ἐνθαρρύνῃ κανεὶς τὸ ψεῦδος.
— Θέλεις ἕνα καφὲν; ἐρωτᾷ ἡ οἰκοδέσποινα τὸν κ. Παράξενον.
Ἀλλ’ ὁ κ. Παράξενος συνειθίζει νὰ πίνῃ τὸν καφὲν πολὺ βαρὺν καὶ μὲ πολλὴν ζάχαριν, ἐνῶ ἐξ ἄλλου ἡ κυρία συνειθίζει νὰ τὸν προσφέρῃ εἰς τοὺς προσκεκλημένους της πολὺ ἐλαφρὸν καὶ ἄγλυκον.
— Μά… κυρία μου… διατὶ νὰ πειράζεσθε…
— Ἐξ ἐναντίας, θὰ σᾶς τὸν ψήσω ἐγὼ μόνη μου μὲ πολλὴν-πολλὴν εὐχαρίστησιν…
— Τότε, κυρία μου, θὰ προτιμοῦσα νὰ μοῦ τὸν ψήσετε μὲ πολλήν.... ζάχαριν!
Ἐρωτῶσι νεαρὰν καὶ ἀφελῆ κόρην ποίαν ἡλικίαν ἔχει.
Καὶ ἐκείνη μὲ ὅλην τὴν ἀπρόσεκτον εἰλικρίνειάν της:
— Ἀκριβῶς δὲν ’μπορῶ νὰ σας ’πῶ. Ὅταν πηγαίνω ἔξω μὲ τὸν μπαμπᾶ εἶμαι δεκαοκτὼ ἐτῶν… ὅταν ὅμως ’βγαίνω μὲ τὴ μαμᾶ εἶμαι μόνον.... δεκατεσσάρων!