Ἡ σκηνὴ ἐν Κηφισσίᾳ.
Εἷς τζέντελμαν θέλει νὰ εἰσέλθῃ εἰς ἀγρόν, ἀλλ’ ἡ δίοδος τῷ ἐμποδίζεται διὰ μικροῦ φράκτου.
— Γιὰ νὰ σοῦ πῶ παληκάρι — ἐρωτᾷ τὸν ἐκεῖ που ἱστάμενον χωρικόν. ’Μπορεῖ κανεὶς νὰ ἔμβῃ ἐδῶ μέσα;
— Μπᾶ! Πῶς δὲν μπορεῖτε! Τὴ φραγὴ αὐτὴ τὴν ἔχομε νὰ μὴ μπαίνουν μέσα τὰ γαϊδούρια. Τοῦ λόγου σᾶς ὅμως ἐμπᾶτε, δὲν πειράζει!
Ἐν τῷ Κακουργοδικείῳ. Ὁ πρόεδρος πρὸς τὸν κατηγορούμενον:
— Διατὶ νὰ θέσῃς κίβδηλα νομίσματα εἰς κυκλοφορίαν....;
— Μήπως, κύριε πρόεδρε, εἶχα ἀληθινὰ καὶ δὲν τὰ ἐκυκλοφοροῦσα;
— Ὅλο καὶ χάνω τὰ μαλλιά μου, καϋμένη· δὲν ξέρω τί νὰ κάμω! παρεπονεῖτο μία κυρία πρὸς φίλην της.
Καὶ ὁ μικρός τῆς Ἀλέκος παρεμβαίνων:
— Μὰ γιατί, μαμᾶ, δὲν τὰ κλειδόνεις ’ς τὸ συρτάρι ποῦ τὰ βάζεις κάθε βράδυ;
— !!…!!…!!…
Ἡ σκηνὴ ἐν τῷ table ď hôte. Ὁ ὑπηρέτης περιάγει τὴν πιατέλαν μὲ ῥαδίκια, τὰ ὁποῖα ἐκ τῶν ὁμοτραπέζων εἷς Ἄγγλος κενόνει ὅλα εἰς τὸ πιάτο του, εἰς ἔκπληξιν τῶν παρακαθημένων.
— Μά, κύριε! τῷ παρατηρεῖ ὁ γείτων του, νομίζετε ὅτι δὲν ἀρέσουν τάχα καὶ εἰς ἡμᾶς τὰ ῥαδίκια;
— Ὅσον ἀρέσουν σ’ ἐμένα ἀδύνατον! διέκοψεν ἐκεῖνος με ὅλην τὴν ἀγγλικανικὴν ἀταραξίαν.