ἡ μία μακρὰν καὶ ἡ ἄλλη πλησίον, κατεστήσατε μέρος τῆς ζωῆς μου εὐτυχές.
Ελενη. — Τῆς εἶχες ἀναφέρει ποτὲ τὤνομά μου;
Αλεξανδροσ κάτω νεύων. — Ποτέ… ἦτο ζηλότυπος…
Ελενη. — Αἴ τὴ συχαμένη!…
Αλεξανδροσ δάκνων τὰ χείλη. — Ἑλένη!…
Ελενη. — Τὶ κακὸν πρᾶγμα νὰ εἶνε κανεὶς ζηλότυπος…
Αλεξανδροσ. — Ἐσὺ δὲν εἶσαι;
Ελενη. — Ἐγώ; διόλου μάλιστα…
Αλεξανδροσ ἁρπάζων τὴν χεῖρά της. — Ἆ, Ἑλένη μου…
Ελενη ἀποσύρουσα τὴν χεῖρά της. — Ἀλέξανδρε, τί κάμνεις;
Αλεξανδροσ. — Δὲν εἴμεθα φίλοι;
Ελενη. — Φίλοι… βεβαίως…
Αλεξανδροσ λαμβάνων τὴν χεῖρα της. — Διατὶ δὲν μοῦ ἀφίνεις τὸ χέρι σου τότε, Ἑλένη μου; Μήπως ἡ φιλία δὲν εἶνε αἴσθημα τὸ ὁποῖον ἠμπορεῖ νὰ διαρκέσῃ αἰωνίως ὅπως καὶ ὁ ἔρως;
Ελενη. — Ἴσως καὶ περισσότερον τοῦ ἔρωτος.
Αλεξανδροσ ἀσπαζόμενος τὴν χεῖρά της. — Λοιπόν;
Ελενη ἀποσύρουσα αὐτὴν. — Ἀλέξανδρε!…
Αλεξανδροσ. — Δὲν θὰ εἴμεθα φίλοι;
Ελενη. — Φίλοι;… πάντοτε…
Αλεξανδροσ ἐγειρόμενος. — Ἆ, δὲν ὑπάρχει πλέον εὐτυχία δι’ ἡμᾶς… Εὐτυχία… λέξις κενή!…
Ελενη ἀνήσυχος. — Ποῦ πηγαίνεις;
Αλεξανδροσ μετὰ μικρὰν σκέψιν. — Πουθενά!…
Ελενη. — Ἔλα, κάθησε ἐδῷ.
Αλεξανδροσ. — καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου παρ’ αὐτῇ. — Δι’ ἡμᾶς τὰ δάκρυα καὶ οἱ στεναγμοί, τὰ ἄνθη τῶν τάφων καὶ ἡ ἐρημία!…
Ελενη. — Ἀλήθεια…
Αλεξανδροσ. — Ταλαίπωρος Ἑλένη, πῶς σὲ λυποῦμαι… νὰ μὴν προφθάσῃς νὰ χαρῇς τὸν κόσμο… διότι ἐπὶ τέλους σ’ ἕνα χρόνον μέσα τὶ ἠμπόρεσες νὰ ἰδῇς;
Ελενη. — Καὶ μήπως εἶδα τίποτε; ὁ ἄντρας μου δὲ μ’ ἄφινε νὰ πηγαίνω παντοῦ…
Αλεξανδροσ. — Αἴ, τὸν μασκαρᾶ!…
Ελενη δάκνουσα τὰ χείλη. — Ἀλέξανδρε!…
Αλεξανδροσ. — Καταραμένη τύχη!… τὶ ὡραία θὰ ἐζούσαμεν οἱ δύο μας καθὼς εἴμεθα καὶ τόσον ἀγαπημένοι…
Ελενη. — Ἆ, μὴ μοῦ ἐνθυμίζῃς ἐκείνην τὴν ἐποχήν.
Αλεξανδροσ παρατηρῶν τὴν χεῖρά της. — Τί ἄσπρο ποῦ εἶνε τὸ χέρι σου....