Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 201.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
201

ἡ μία μακρὰν καὶ ἡ ἄλλη πλησίον, κατεστήσατε μέρος τῆς ζωῆς μου εὐτυχές.

Ελενη. — Τῆς εἶχες ἀναφέρει ποτὲ τὤνομά μου;

Αλεξανδροσ κάτω νεύων. — Ποτέ… ἦτο ζηλότυπος…

Ελενη. — Αἴ τὴ συχαμένη!…

Αλεξανδροσ δάκνων τὰ χείλη. — Ἑλένη!…

Ελενη. — Τὶ κακὸν πρᾶγμα νὰ εἶνε κανεὶς ζηλότυπος…

Αλεξανδροσ. — Ἐσὺ δὲν εἶσαι;

Ελενη. — Ἐγώ; διόλου μάλιστα…

Αλεξανδροσ ἁρπάζων τὴν χεῖρά της. — Ἆ, Ἑλένη μου…

Ελενη ἀποσύρουσα τὴν χεῖρά της. — Ἀλέξανδρε, τί κάμνεις;

Αλεξανδροσ. — Δὲν εἴμεθα φίλοι;

Ελενη. — Φίλοι… βεβαίως…

Αλεξανδροσ λαμβάνων τὴν χεῖρα της. — Διατὶ δὲν μοῦ ἀφίνεις τὸ χέρι σου τότε, Ἑλένη μου; Μήπως ἡ φιλία δὲν εἶνε αἴσθημα τὸ ὁποῖον ἠμπορεῖ νὰ διαρκέσῃ αἰωνίως ὅπως καὶ ὁ ἔρως;

Ελενη. — Ἴσως καὶ περισσότερον τοῦ ἔρωτος.

Αλεξανδροσ ἀσπαζόμενος τὴν χεῖρά της. — Λοιπόν;

Ελενη ἀποσύρουσα αὐτὴν. — Ἀλέξανδρε!…

Αλεξανδροσ. — Δὲν θὰ εἴμεθα φίλοι;

Ελενη. — Φίλοι;… πάντοτε…

Αλεξανδροσ ἐγειρόμενος. — Ἆ, δὲν ὑπάρχει πλέον εὐτυχία δι’ ἡμᾶς… Εὐτυχία… λέξις κενή!…

Ελενη ἀνήσυχος. — Ποῦ πηγαίνεις;

Αλεξανδροσ μετὰ μικρὰν σκέψιν. — Πουθενά!…

Ελενη. — Ἔλα, κάθησε ἐδῷ.

Αλεξανδροσ. — καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου παρ’ αὐτῇ. — Δι’ ἡμᾶς τὰ δάκρυα καὶ οἱ στεναγμοί, τὰ ἄνθη τῶν τάφων καὶ ἡ ἐρημία!…

Ελενη. — Ἀλήθεια…

Αλεξανδροσ. — Ταλαίπωρος Ἑλένη, πῶς σὲ λυποῦμαι… νὰ μὴν προφθάσῃς νὰ χαρῇς τὸν κόσμο… διότι ἐπὶ τέλους σ’ ἕνα χρόνον μέσα τὶ ἠμπόρεσες νὰ ἰδῇς;

Ελενη. — Καὶ μήπως εἶδα τίποτε; ὁ ἄντρας μου δὲ μ’ ἄφινε νὰ πηγαίνω παντοῦ…

Αλεξανδροσ. — Αἴ, τὸν μασκαρᾶ!…

Ελενη δάκνουσα τὰ χείλη. — Ἀλέξανδρε!…

Αλεξανδροσ. — Καταραμένη τύχη!… τὶ ὡραία θὰ ἐζούσαμεν οἱ δύο μας καθὼς εἴμεθα καὶ τόσον ἀγαπημένοι…

Ελενη. — Ἆ, μὴ μοῦ ἐνθυμίζῃς ἐκείνην τὴν ἐποχήν.

Αλεξανδροσ παρατηρῶν τὴν χεῖρά της. — Τί ἄσπρο ποῦ εἶνε τὸ χέρι σου....