Ἄθωνα δὲν θὰ βλέπω ὅ τι ἔβλεπε, δὲν θ’ ἀκούω ὅτι ἤκουε… θὰ βλέπω αὐτὴν μόνην, αὐτὴν μόνον θ’ ἀκούω…
Ελενη στένουσα βαθέως. — Ὤχ!…
Αλεξανδροσ ὁμοίως. — Ἄχ!… [Στραγγίζων τὸ μανδήλιόν του]. — Ἔχεις κανένα μαντῆλι νὰ μοῦ δανείσῃς;
Ελενη ἐξάγουσα ὀρμαθὸν κλειδίων. — Μανδῆλι;
Αλεξανδροσ λαμβάνων µάκτρον. — Ἄφησε ηὗρα αὐτὴν τὴν πετσέτα… ὅταν τὴν βρέξω καὶ αὐτὴν θὰ σοῦ ζητήσω ἕνα τραπεζομάντηλον…
Ελενη. — Ἐχάθη ὀλίγη εὐτυχία κ’ δι’ ἡμᾶς τοὺς δυστυχεῖς; Ἆ, τὶ ἄδικος ποῦ εἶνε ὁ Θεός.
Αλεξανδροσ πίπτων ἐπὶ ἑδωλίου. — Τί τοῦ ἐκάναμε καὶ μᾶς τυραννεῖ;
Ελενη. — Μόνος ὃ θάνατος θὰ μᾶς λυτρώση ἀπὸ τὰ βάσανα…
Αλεξανδροσ. — Τί εὐτυχισμένοι ποῦ ἤμεθα πρὸ πέντε χρόνων!
Ελενη. — Τίς ἤλπιζεν ὅτι θὰ εὑρεθῶμεν πάλιν καὶ τόσον δυστυχεῖς!…
Αλεξανδροσ λυρικῶς. — Ἐνῷ διεβλέπομεν προσμειδιῶσαν τὴν εὐτυχίαν.
Ελενη. — Πότε παρῆλθον πέντε χρόνια!…
Αλεξανδροσ. — Νομίζω ὅτι εἶνε χθὲς ἀκόμη ἐκεῖνος ὁ καιρὸς ποῦ διεσκεδάζαµεν.
Ελενη. — Ἀλήθεια.
Αλεξανδροσ πλησιάζων τὸ ἑδώλιόν του. — Ἐνθυμεῖσαι πόσον ἐχορεύσαµεν ἕνα βράδυ εἰς τῆς κυρίας Σοφοκλείδου.
Ελενη. — Ὅταν ἐπέσαμεν;
Αλεξανδροσ πλησιάζων τὸ ἑδώλιόν του. — Τί πέσιμον ἦτο κ’ ἐκεῖνο!…
Ελενη. — Ἀκόμη τὸ ἐνθυμοῦμαι.
Αλεξανδροσ πλησιάζων ὅλως διόλου πρὸς αὐτὴν καὶ περιπαθῶς. — Ἆ, τότε τὰς στιγμὰς τοῦ βίου μου ἐπλήρου ἡ γλυκεῖά σου εἰκών.
Ελενη πεφοβισμένη. — Σιώπαινε, σιῶπα…
Αλεξανδροσ. — Ἀλλὰ κατόπιν εἶδα τὸν ἄγγελον ἐκεῖνον.
Ελενη μετὰ μομφῆς. — Καὶ μ’ ἐλησμόνησες....
Αλεξανδροσ διαμαρτυρόμενος. — Ὄχι, ὄχι δὲν σ’ ἐλησμόνησα ποτέ… ἦτο δυνατὸν νὰ σὲ λησμονήσω;
Ελενη. — Ναί, ἔτσι μοῦ τὰ λέγεις τώρα…
Αλεξανδροσ. — Ὄχι, σὲ ὁρκίζομαι… καὶ αἱ δύο µαζῆ,