Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 189.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
189

Νικολαοσ ὡς ἄνω. — Ἠλί....

Ελενη. — Γιατί;

Νικολαοσ ὡς ἄνω. — Λαμά....

Ελενη. — Δὲ μ’ ἐλυπήθη ὁ Θεὸς ποῦ μ’ ἄφησεν ἔρημον ’ς τὸν κόσμο;

Νικολαοσ καθήμενος μετ’ αὐτῆς. — Τί νὰ γείνῃ, παιδί μου, ὑπομονή· αἴ, βλέπεις, αὐτὰ ἔχει αὐτὸς ὁ κόσμος.... δὴ οὐόρλδ!… Ἄλλος γεννιέται, ἄλλος πεθαίνει καὶ οἱ περισσότεροι ζοῦν.... ἐσὺ ἔτυχες νὰ εἶσαι μὲ τοὺς περισσοτέρους.

Ελενη. — Τέτοια ζωὴ τί νὰ τὴν κάμω;

Νικολαοσ. — Ἄφησε τώρα τὰ κλάμματα καὶ ἔλα νὰ ὁμιλήσωμεν ὀλίγον.

Ελενη κλαίουσα. — Ἄχ, καὶ πῶς νὰ τ’ ἀφήσω;

Νικολαοσ. — Θὰ μ’ ἐπερίμενες πρὸ πολλοῦ, αἴ;

Ελενη φυσικῶς ὡς νὰ μὴν εἶχε κἂν δακρύσῃ. — Ἤλπιζα ὅτι θὰ ἤρχεσο ἅμα ἐλάμβανες τὸ γράμμα μου.

Νικολαοσ. — Ἦτο ἀδύνατον, κόρη μου, διότι ἔπρεπε νὰ τακτοποιήσω πρῶτον ὅλας μου τὰς ὑποθέσεις καὶ μὲ τὸ σήμερον καὶ μὲ τὸ αὔριον κατήντησε νὰ γείνῃ χρόνος· ἀλλὰ τώρα ἦλθα καὶ θὰ καθήσω µαζή σου· γυναῖκα δὲν ἔχω, παιδιὰ δὲν ἔχω, εἶσαι ὁ μόνος ἄνθρωπος ποῦ μοῦ μένεις, δὲν πιστεύω νὰ νυμφευθῶ, διότι ἐγήρασα, καὶ ἔτσι θὰ ζήσωμε πλέον μαζῆ.

Ελενη ἀναλαμβάνουσα τὸ πρότερον κλαυθμηρὸν ὕφος. — Δι’ ὀλίγον καιρόν, θεῖε μου.

Νικολαοσ. — Πῶς δι’ ὀλίγον καιρόν;

Ελενη. — Θὰ γείνω καλόγρῃα.

Νικολαοσ. — Δὲν πιστεύω νὰ ἔχασες τὸν νοῦν σου.

Ελενη ἐγειρομένη. — Ἆ, μὴ μου λέγῃς τίποτε....

Νικολαοσ ὁμοίως. — Ἔλα ἐδῷ.

Ελενη. — Ὄχι, ὄχι....

Νικολαοσ. — Μὰ δὲν εἶνε δυνατόν.

Ελενη βάλλουσα κραυγὴν ἀπελπισίας καὶ πίπτουσα λιπόθυμος. — Ἄ!

Νικολαοσ ἔκπληκτος. — Ὤ!… Ἑλένη!… ἐλιποθύμησεν;.. Ἑλένη μου, Ἑλένη.....

ΣΚΗΝΗ Δ′
Οἱ ἀνωτέρω, ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ.

Καλομοιρα φέρουσα τὸν καφὲν τοῦ Νικολάου καὶ βλέπουσα τὴν Ἑλένην λιπόθυμον. — Αἴ!.. τὶ ἔπαθε; [Πίπτει τῶν χειρῶν αὐτῆς ὁ δίσκος]. — Ποῦ ἦταν ἡ κατσὴ ἡ ὥρα, παιδάτσι μου; βῇ! βῇ! βῇ!