Ελενη ἥτις εἰσῆλθε βάλλουσα κραυγὴν ὡς βλέπει τὸν Νικόλαον. — Ἆ!… [Ζητεῖ νὰ φύγῃ, ἀλλ’ ἀναγνωρίζουσα εὐθὺς αὐτὸν τρέχει πλησίον του] Θεῖε μου, σὺ εἶσαι;
Νικολαοσ ἐναγκαλιζόμενος αὐτήν. — Ἑλένη μου.
Ελενη ὀλοφυρομένη. — Ἆ, θεῖε μου....
Νικολαοσ ἀσπαζόμενος τὴν κεφαλήν της. — Καϋμένο παιδί....
Ελενη. — Δυστυχισμένη ἐγώ....
Νικολαοσ. — Αἴ καλά.... σώπαινε τώρα.
Ελενη ἐπιτείνουσα τὰς κραυγὰς καὶ τὸ πρόσωπόν της εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ Νικολάου κρύπτουσα. — Θεῖε μου....
Νικολαοσ. — Μὴν κάμνῃς ἔτσι, Ἑλένη μου, θὰ ἀρρωστήσῃς.... Ἐγὼ ἔλεγα πῶς θὰ σ’ εὕρω παρηγορημένην.
Ελενη βάλλουσα σπαραξικἁρδιον κραυγήν. — Ἆ τὸν ἔχασα!…
Νικολαοσ. — Ὑπομονή, παιδί μου, ὑπομονή.... δὲν θὰ τὸν ἀναστήσουν τὰ δάκρυά σου....
Ελενη ἄπελπις. — Δὲ θὰ τὸν ἀναστήσουν, ὄχι!…
Νικολαοσ ὁδηγῶν αὐτὴν πρὸς τὸ ἀνάκλιντρον ὅπου κάθηνται ἀμφότεροι. — Ἔλα κάτσ’ ἐδῷ.
Ελενη κρύπτουσα τὸ πρόσωπόν της εἰς τὴν ἀγκάλην τοῦ Νικολάου. — Θεῖε μου!…
Νικολαοσ προσπαθῶν νὰ ἐγείρῃ τὴν κεφαλήν της. — Σήκωσε τὸ κεφάλι σου, ἔχω τόσον καιρὸν νὰ σε ἰδῶ, Ἑλένη μου.
Ελενη ρίπτουσα τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ὀπίσω. — Θὰ πεθάνω!
Νικολαοσ ἰδίᾳ. Ἆ, μὰ αὐτὸ καταντᾷ μαρτύριον.... ἔτσι θὰ πᾶμε;
Ελενη ἐκφεύγουσα τῶν χειρῶν του καὶ τρέχουσα πρὸς τὸ παράθυρον. — Θὰ σκοτωθῶ!
Νικολαοσ τρέχων κατόπιν αὐτῆς. — Ἑλένη....
Ελενη. — Ἄφησέ με νὰ πέσω ἀπὸ τὸ παράθυρο…
Νικολαοσ κρατῶν αὐτὴν ἀπὸ τῆς ἐσθήτος. — Ἐτρελλάθης, παιδί μου;
Ελενη ἄπελπις. — Θὰ φαρμακευτῶ.
Νικολαοσ περιπτυσσόμενος καὶ φέρων αὐτὴν εἰς τὸ ἀνάκλιντρον. — Ἑλένη μου, τί καμώματα εἶν’ αὐτά;
Ελενη ὀλοφυρομένη. — Ἄχ θεέ μου, θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες; Ἠλί, Ἠλί, λαμὰ σαθαχθανί;!
Νικολαοσ ἐπιδεικνύων λύπην. — Σαθαχθανί, μάτια μου....
Ελενη. — Γιατὶ ν’ ἀποθάνῃ;