Καλομοιρα ἔκπληκτος πλησιάζουσα αὐτόν. — Βῇ, βῇ, παιδάτσι µου, ἀμὴ ποῦ νὰ σὲ γνωρίσω;… Φτοῦ, φτοῦ νὰ μὴ βασκαθῇς.... [Περιπτυσσομένη αὐτὸν] Ἔλα νὰ σὲ φιλήσω, γυιόκα μου.... τί μοῦ κάνεις, παιδί μου, καλὰ εἶσαι;
Νικολαοσ μειδιῶν. — Καλά, καλά.
Καλομοιρα. — Πάντα καλὰ νὰ δώνῃ ὁ Θεός.
Νικολαοσ. — Τί κάνει ἡ ἀνεψιά μου;
Καλομοιρα θλιβερῶς. — Τί νὰ κάνῃ ἡ ἄμοιρη.... ὅλο κλαίει....
Νικολαοσ. — Ἀκόμη;… δὲν τῆς ἐπέρασε λοιπὸν ἡ λύπη;
Καλομοιρα στένουσα. — Ἄχ!… ποῦ νὰ τῆς περάση, ζάβαλη.
Νικολαοσ. — Μπᾶ!
Καλομοιρα ζητοῦσα νὰ πάρῃ τοὺς σάκκους τοῦ Νικολάου. — Ἄσσ’ τα τοῦνα, τί τὰ βαστᾶς ’ς τὰ χέρια σου;
Νικολαοσ ἀνερχόμενος δεξιᾷ καὶ τοὺς σάκκους ἀποθέτων. — Εὐχαριστῶ, κερὰ Καλομοίρα.
Καλομοιρα ἀκολουθοῦσα αὐτόν. — Ἐγὼ ἔλεγα πῶς δὲ θἄρθῃς.
Νικολαοσ κατερχόμενος ἀριστερᾷ. — Δὲν ἠμποροῦσα νὰ ἔλθω γρηγορώτερα.... αἴ, βλέπεις, ἡ Ἀμερικὴ εἶνε μακρυὰ ἀπὸ ’δῷ.
Καλομοιρα. — Μακρυά, αἴ;… Ἀμ’ πόσο μακρυὰ εἶνε πάλι;… εἶνε ἴσα μὲ τὰ Μέγαρα;
Νικολαοσ γελῶν. — Ἴσα μὲ τὰ Μέγαρα; τὶ λές, κερὰ Καλομοίρα.
Καλομοιρα. — Εἶνε ἴσα μὲ τὸ Μισῦρι;
Νικολαοσ. — Καλὲ εἶνε ’ς τὸν ἄλλον κόσμο.
Καλομοιρα ἔκπληκτος. — Βῇ, βῇ, παιδάτσι μου… τσ’ ἔρχεσ’ ἀπὸ τὸν ἄλλον κόσμο;
Νικολαοσ. — Βέβαια.
Καλομοιρα. — Φτοῦ, φτοῦ, νὰ μὴ βασκαθῇς.
Νικολαοσ ἰδίᾳ δυσαρεστούμενος διὰ τὴν πρᾶξιν αὐτῆς. — Ἐγκάδ!
Καλομοιρα ἐν ἐκπλήξει. — Ἀπὸ τὸν ἄλλον κόσμο!
Νικολαοσ. — Γιὰ πές μου τώρα… δὲν ἐσηκώθηκε ἀκόμη ἡ Ἑλένη;
Καλομοιρα. — Ὄγιεσε.
Νικολαοσ. — Τί ὥρα σηκόνεται;
Καλομοιρα. — Τόμου βαρήσουν ᾑ ὀχτώ, ᾑ ἐννηά, ᾑ δέκα.... κατὰ πῶς τῆς ἔρθη.
Νικολαοσ καθήμενος. — Κάθησε λοιπόν, κερὰ Καλομοῖρα.
Καλομοιρα ἀνερχομένη. — Πάω νὰ τὴν ξυπνήσω καλλίτερα.
Νικολαοσ. Ὄχι, νὰ μὴν τὴν ξυπνήσης· ἄφησε νὰ σηκωθῇ