Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 141.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
141

ἀδάμαντας. Ἡ ἐξέλιξις ἐν τῷ κόσμῳ μας παρουσιάζει καὶ τοῦτο τὸ φαινόμενον. Ἐφ’ ὅσον προβαίνει ὁ πολιτισμός, τὴν πολύτιμον ὕλην, τὰ μέταλλα καὶ τοὺς λίθους, εἰς τοὺς ὁποίους ἡ παλαιὰ βαρβαρότης καὶ ἡ σπάνις ἔδωκεν ἀξίαν συνθηματικήν, διαδέχεται ἐν τῇ ἐκτιμήσει τῶν ἀνεπτυγμένων ἡ καλλιτεχνικὴ κατεργασία, ἡ πᾶσαν ὕλην ἱκανὴ νἀνυψώσῃ. Οὕτως ἐκ παραλλήλου, ἐννοουμένης βαθμηδὸν περισσότερον τῆς οὐσίας τῆς καλλιτεχνίας καὶ τῆς ποιήσεως, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι εἰς τὸ μέλλον θὰ προτιμᾶται κοινῶς τῶν ὑψηλῶν τάχα καὶ μεγαλοπρεπῶν θεμάτων, ἡ λεπτὴ παριτέχνησις, ἡ πᾶν θέμα ἱκανὴ νἀνυψώσῃ.

Ἡ δ’ ἐρωμένη τοῦ κ. Μαρκορᾶ, ἡ Μαρία ἐκείνη τὴν ὁποίαν ψάλλει εἰς τὰ Λιανοτράγουδα, ἀναλάμπει ἐκ τῶν στίχων αὐτῶν ὁμοία κατά τι πρὸς τοὺς ἥρωας τοῦ Ὅρκου. Πατεῖ ἐπὶ νεφέλης ρομαντικῆς καὶ φέρει εἰς τοὺς ὤμους πτέρυγας μένει ὅμως κατ’ οὐσίαν ἡ γυνὴ ἡ πραγματική. ἕτοιμος εἰς τὴν πρώτην περίστασιν νά τας περιμαζεύσῃ καὶ νὰ πέσῃ εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ ποιητοῦ, ποθήσαντος νά την φιλῇ καθημέραν (Λαμπρὴ) καὶ νὰ ᾗνε μαζί της μερόνυχτα, ὅπως τὸ ζηλευτὸ ἀσπρόμμαλο σκυλλάκι της (Ἐπιθυμιά).

Ἀπὸ τὰ τελευταῖα Μέτωρα καὶ Παραξενειαίς, τὰς ἐλαφρὰς αὐτὰς πνευματώδεις συνθέσεις, τὰς ὁποίας διακρίνει το μέθυ καὶ ἡ φαιδρότης ἀλλὰ καὶ ἡ εἰρωνεία καὶ ἡ σάτυρα, γωρὶς νὰ ἐμμείνωμεν εἰς τὸ Ὄνειρο τῆς Μαρίκας, τὸ Μυρολόϊ τοῦ Χάρου, καὶ τὸ δηκτικώτατον ἐκεῖνο καὶ δυνατὸν ’Σ ἕναν ἥρωα, σπεύδομεν πρὸς τὴν σάτυραν τὴν ἐπιγραφομένην Ἁπλῆ καὶ καθαρεύουσα, ἥτις ἀποτελεῖ καὶ τὸν ἐπίλογον τοῦ βιβλίου. Εἰρωνικὸν ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, μὲ χάριν καὶ λεπτότητα ἔκτακτον γεγραμμένον, εἶνε τὸ μόνον ποίημα, τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ ἐκτιμηθῇ καλῶς καὶ ὡς πρὸς τὴν ἰδέαν. Ἂν τὴν ἰδέαν αὐτὴν δὲν εἶχε ἢ δὲν ἐφήρμοζεν ὁ κ. Μαρκορᾶς, δὲν θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ᾗνε καλλιτέχνης. Βλέπετε λοιπὸν πόσον εἶνε οὐσιώδης. Πρόκειται περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος, τοῦ ἐν Ἑλλάδι αἰωνίου αὐτοῦ ζητήματος, τὸ ὁποῖον κακῇ μοῖρᾳ κρατεῖ χωρισμένους ὄχι μόνον τοὺς λογίους ἀλλὰ καὶ τῷ ἔθνος ὁλόκληρον. Ἃς μας ἐπιτραπῇ νὰ μὴ ἐπαναλάβωμεν ὅσα εἴπομεν ἐν τῇ προηγουμένῃ ἡμῶν μελέτη[1] καὶ ἀλλαχοῦ πολλάκις καὶ νὰ θεωρήσωμεν καλῶς λελυμένον τὸ ζήτημα ὑπὲρ τῆς δημοτικῆς. Της ἁπλῆς ταύτης γλώσσης ὑπέρμαχος

  1. Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης ἐν τῇ «Ποικίλῃ Στοᾷ» 1891.