Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 139.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
139

Ὅσα λουλούδια βγαίνουνε
Στὸ δρόμο ποῦ διαβῇς.

....................................................................................................................................................................................................................................................

Πλὴν τοῦτο, καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ ὅλα ὑπερβαίνει τὸ Παράπονο Πεθαμένης, τὸ τελειότερον βεβαίως καλλιτέχνημα, τὸ ἐξελθὸν ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Κερκυραίου. Ἔχει ἁπλῆν, καθεαυτὸ ποιητικὴν ὑπόθεσιν, διαπερῶσαν τὴν ψυχήν. Κόρη δεκατεσσάρων ἐτῶν, ἐν τῇ κρισίμῳ ἡλικίᾳ καθ’ ἣν ἡ φύσις; ἀποσύρουσα βαθμηδὸν τοὺς πέπλους της, ἤρχιζε νά τῃ ὁμιλῇ διὰ μυρίων στομάτων, ἀποθνήσκει πρὶν ἢ γνωρίσει τὸ ἀόριστον αἴσθημα, τὸ ὁποῖον μόλις εἶχεν εἰςδύσει εἰς τὴν καρδίαν της. Ἀλλ’ ὁποία συγχρόνως ἐκτέλεσις! Φαίνεται κατ’ οὐσίαν ὥς τι τῶν ἑλληνικῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν, ἀνυψωμένον εἰς τὴν προςήκουσαν τεχνικὴν περιωπήν. Πόσον περιπαθῆ διαδέχονται ἄλληλα τὰ λιτὰ τετράστιχα, τὰ ἐξερχόμενα ἐκ τῶν μαραμένων, τῶν ζωὴν διψώντων χειλέων τῆς πεθαμένης! μὲ πόσην λεπτότητα καὶ ἀκρίβειαν ἰχνογραφεῖται ὁ πρῶτος ἁγνὸς καὶ ἀόριστος ἔρως τῆς παρθένου καὶ πόσον εἶνε ἡ εὐχή, τὴν ὁποίαν προφέρει εἰς τὸ τέλος θερμή, ὡς λαῦρα ποῦ ἐγκλείει εἰς τὴν καρδίαν της διὰ τὸν ὡραῖον κόσμον, αἰσθανομένη ἀπὸ ἐκεῖ κάτω τὴν αὖραν τοῦ Ἀπριλίου του!… Ἡ φλογερὰ αὐτὴ πρὸς τὴν ζωὴν ἀγάπη ἀποστροφὴ πρὸς τὸν ἀραχνιασμένον ᾍδην, ἡ συγκοινωνία μετὰ τοῦ ἐπάνω κόσμου, ἡ μετὰ θάνατον αἴσθησις τοῦ ἀνθρώπου ὥς τινος ἐγκλείστου εἰς μαύρην φυλακήν, εἶνε ταῦτα χαρακτῆρες ἀκραιφνεῖς νεοελληνικοί· τὸ δὲ ἀπέριττον ποίημα φέρει πρὸς ἐπίμετρον τὴν ἐθνικὴν αὐτὴν χροιάν, λεπτήν, ἀληθῆ καὶ ἀνεπιτήδευτον, τὴν μόνην εἰς καλλιτέχνημα ἐπιτρεπομένην. Οὕτως ἐννοοῦμεν ἡμεῖς τὴν ἐθνικὴν φιλολογίαν καὶ τοιαύτην μόνον θαυμάζομεν τὴν μίμησιν — ἂν πρέπει νὰ ὀνομασθῇ μίμησις — τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν.

Καὶ δύο λέξεις διὰ τὸ ἀθάνατο Κανάρι, πρὸς τὸ ὁποῖον ἀκουσία φέρεται ἡ ἰδική μας προτίμησις. Πτηνὸν ᾄδον ἐντὸς κλωβίου καὶ ἀναπαριστῶν τὴν ψυχὴν φυλακισμένην ἐντὸς τοῦ σώματος, εἶνε σύμβολον οὕτω κοινόν, ὥστε βέβαια ἡ ἐκτέλεσις ἄλλου τινὸς θὰ προςέκρουε κατὰ τοῦ τετριμμένου. Ἀλλ’ ἡ πρωτοτυπία καὶ ἡ δεξιότης τοῦ ἀληθοῦς καλλιτέχνου ἐδῶ ἴσα-ἴσα εὑρίσκει πεδίον ν’ ἀναδειχθῇ· τὸ δὲ Κανάρι τοῦ κ. Μαρκορᾶ, τὸ σύντομον καὶ ὡραῖον ποιηματάκι μὲ τὴν πληθὺν τῶν συνεσφιγμένων του ἐννοιῶν — καὶ εἴδομεν τίνι τρόπῳ ἀγαπᾶ ὁ ποιητὴς νά τας συσφίγγῃ — μὲ τὴν ἄψογον ἐπεξεργασίαν τῆς παρομοιώσεως, δύναται μετὰ τῶν μνημοσύνων του νὰ προβληθῇ, ὡς παράδειγμα