Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 134.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
134

Τὸ Β′ μέρος εἶνε πολὺ ἀκόμη ὑπέρτερον. Ἀρχόμενον διὰ τῆς ὡραίας ἐκείνης περιγραφῆς τῆς νυκτός, ἀνελίσσει τὰς μεγάλας σκηνὰς τοῦ Ἀρκαδίου, τὰς ὁποίας ἐκεῖ ἐπὶ τόπου διηγεῖται τὸ φάντασμα τοῦ Μάνθου εἰς τὴν Εὐδοκιάν. Ἐν τῇ ἐξαισίᾳ ταύτῃ διηγήσει τὸ μετὰ τὴν προσευχὴν ὅραμα τοῦ Γαβριήλ, ἡ περιγραφὴ τῆς συμπλοκῆς καὶ κατόπιν ἡ ἔκρηξις εἶνε τὰ ὡραιότερα μέρη. Ἀλλ’ ἀποσπάσματα ἐξ αὐτοῦ ἂς μας ἐπιτραπῇ νὰ μὴ παραθέσωµεν ἄλλα, ἐκτὸς μόνον τῶν κατωτέρω ἀληθῶς θαυμαστῶν στίχων, τῶν περιγραφόντων τὸ ἀπερίγραπτον, μόλις ὁ δαυλὸς τοῦ Γαβριὴλ ἤγγισε τὴν πυρίτιδα:

Σύγνεφο μέγα φοεβρὸ καὶ ἀπὸ βροντὴ γιομάτο
Σ’ ἀνοιγοσφάλισμα ὀφθαλμοῦ μᾶς ἅρπαξε ἀπὸ κάτω
Κ’ ἐδῶ γοργὰ ξανάπεσε κάθε ζεστὸ λιθάρι
Ὁποῦ μ’ ἐμᾶς τὸ σκάσιμο τοῦ λαγουμιοῦ εἶχε πάρει.
Ἀλλὰ βαθειά, πολὺ βαθειά, μὲ τὴν ὁρμὴ τὴν ἴδια
Μαῦρες τῶν Τούρκων τῆς ψυχὲς ὡσὰν τ’ ἀποκαΐδια
Σ’ ἄγριο σκοτάδι ἀκούσαμε νὰ βυθισθοῦν καὶ ἀκόμα
θυμοῦ βλαστήμιες εἴχανε ’ς τὸ κολασμένο στόμα.
Σὰν ἡ φωτιὰ ποῦ μέσα της μᾶς εἶχε ξάφνου ἁρπάξει
Γύρω ἐλαγάρισε ἀπ’ αὐτοὺς τοῦ ψήλου ἐπῆε νἀράξῃ
Κ’ ἐκεῖ κατὰ πῶς ἄνοιξαν ὅλα τὰ οὐράνια βάθη,
Μὲ βιὰ στὴ µάνα τοῦ φωτὸς μᾶς ἔρριξε κ’ ἐχάθη.[1]

Ὅρκος ἀποπερατοῦται διὰ τοῦ ὕμνου τῶν κρησσῶν παρθένων αἵτινες κατέρχονται τὴν ὑστάτην στιγμὴν ἐκ τοῦ παραδείσου νὰ παραλάβουν τὴν ἀδελφὴν Εὐδοκιάν. Τὴν παρηγοροῦν καί τῃ παραγγέλλουν νὰ μὴ κλαίῃ, διότι εἰς τὴν χώραν των τὰ δάχρυα εἶνε ξένα· ἀλλ’ ἀντὶ τούτου τῇ ὑπισχνοῦνται ὅτι ὅλοι μίαν ἡμέραν θὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν Κρήτην, παιδιά, γυναῖκες, γέροντες, ἀγώρια καὶ μετ’ αὐτῶν ἐκεῖναι «νὰ ποῦν τραγούδια ἐλεύθερα καὶ νέο χορὸ νὰ στήσουν» εἰς τὴν ἑορτὴν τῆς Κρητικῆς Ἀνεξαρτησίας:

Ναί! τοῦ βουνοῦ σου ὁλόχαρη θὰ καταιβῇς τὸ πλάϊ
Σὰ νύφη ὡραία ποῦ στὲς ὀχτὼ στὰ γονικά της πάει,
Μόλις χυθῇ, διαβαίνοντας αἱματηρὸ ποτάμι,
Στὴν Κρήτη τὰ πιστρόφια της κ’ ἡ Ἐλευθεριὰ νὰ κάμῃ.

  1. Ὁ διηγούμενος ἐνταῦθα εἶνε τὸ φάντασμα τοῦ Μάνθου, ἐκ τῶν ἀνατιναχθέντων εἰς τὸν ἀέρα ἡρώων τοῦ Ἀρκαδίου.