Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 092.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
92

Πλεῖστα, ἀναρίθμητοι ἐπειςόδια τοῦ βίου του, ἐξ ἐκείνων μάλιστα τὰ ὁποῖα τῷ συνέβαινον κατὰ τὰς ὁδοιπορίας του, καὶ τὰ ὁποῖα θὰ ἦτο ἀδύνατον νὰ περισυλλέξωμεν καὶ ἀποθησαυρίσωμεν εἰς τὰς στενὰς ᾧδε σελίδας τοῦ Ἡμερολογίου, χαρακτηρίζουσιν ἐπαρκῶς τὸν σοφὸν καὶ ἀγαθὸν ἄνδρα.

Ἡμέραν τινά, διατρίβων ὡς ἐρέτης ἐν Λαρίσσῃ, ἐξῆλθε χάριν περιπάτου μακρὰν τῆς πόλεως βαίνων παρὰ τὴν ὄχθην τοῦ Πηνειοῦ. Αἴφνης βλέπει πτωχούς τινας ἁλιεῖς ἀσχάλλοντας καὶ μάτην ἀγωνιζομένους ν’ ἀνασύρωσιν ἐκ τοῦ ποταμοῦ τὰ περιπλακέντα δίκτυα. Ὁ Παρασκευαΐδης δὲν χάνει καιρόν. Εἶδεν ὅτι ἠδύνατο νὰ πράξῃ ἓν καλόν, καὶ δὲν ἀντιπαρῆλθε τὴν εὐκαιρίαν. Ἐν ἀκαρεῖ ἀποβάλλει τὰ ἐνδύματά του, — καὶ ἦτο χειμὼν — ῥίπτεται εἰς τὸ ὕδωρ, καὶ μὲ προφανῆ κίνδυνον νὰ τὸν παρασύρῃ ἡ σφοδρότης τοῦ ῥεύματος, ἅτε ἐμπλακεὶς εἰς τὰ δίκτυα, κατορθώνει νὰ ἐξαγάγῃ καὶ ταῦτα ἀβλαβῆ καὶ τὴν λείαν των σώαν. Οἱ ἁπλοϊκοὶ ἁλιεῖς, ἔκθαμβοι, δὲν ἐπρόφθασαν νὰ ἀναλυθῶσιν εἰς διαχύσεις εὐγνωμοσύνης, ὅτε ὁ Παρασκευαΐδης:

— Ἆ! μπᾶ! δὲν βαρύνεσθε! δὲν ἀξίζει τὸν κόπον διὰ τόσῳ μικρὸν πρᾶγμα! εἶπε ξηρῶς καὶ ἐξηκολούθησε τὸν περίπατόν του ὡς νὰ μὴ συνέβη τίποτε.

Ἄλλοτε πάλιν, κατὰ τὸν Αὔγουστον τοῦ 1882, ἐξεκίνησε μίαν πρωΐαν ἐκ Λαρίσσης εἰς Ἀγυιὰν διὰ νὰ περιεργασθῇ τὴν αὐτόθι τελουμένην πανήγυριν. Φθὰς ἐκεῖ, ἔμπλεως κονιορτοῦ, ἄγνωστος, ἡλιοκαὴς τὴν ὄψιν, οὔτε εἰς τὰς ἑπιτοπίους ἀρχὰς προςῆλθε νὰ ἀναγγείλῃ τὴν ἰδιότητά του, οὔτε θόρυβον νὰ διεγείρῃ περιάγων τὸ δικαστικόν του ἀξίωμα. Περιήρχετο μόνος, τὰ διάφορα πέριξ σημεῖα, ἔβλεπε περιέργως τοὺς πανηγυριστάς, ἐπεσκέφθη τὸν ναὸν καὶ προςελθὼν εἴς τι ἐκεῖ που φρέαρ ἤντλησε διὰ νὰ πίῃ. Ἀλλ’ ἡ στρατιωτικὴ περίπολος, εἰς τὴν ὀξυδέρκειαν τῆς ὁποίας τὰ συμπτώματα ταῦτα ἐφάνησαν πλέον ἢ ὕποπτα, καὶ ἥτις τὸν παρηκολούθει κατὰ πόδας, ἐσχημάτισεν ἀδιάσειστον τὴν πεποίθησιν ὅτι ὁ μυστηριώδης αὐτὸς ξένος, ὁ ἔχων τὴν θέαν φοβεροῦ ἀγριανθρώπου, ἐξάπαντος θὰ ἦνε ὁ λῄσταρχος τῆς συμμορίας, ἥτις τὰς ἡμέρας ἐκείνας ἠκούσθη ὅτι ἐλυμαίνετο τα περίχωρα! Ὁ περιπολάρχης, ἀνορθῶν ἀρειμανίως τὸν μύστακα καὶ τρίβων σατανικῶς τὰς χεῖρας ἐπὶ τῷ ἀνελπίστῳ θράματι, πλησιάζει τὸν ἀνύποπτον ὁδοιπόρον, καὶ τὸν ἐρωτᾶ:

— Δὲν μοῦ λὲς, τοῦ λόγου σου, ρὲ πατριώτη, τί γυρεύεις ἐδῶ; Ποιὸς εἶσαι καὶ ἀπὸ ποῦ μᾶς κόπιασες;

— Εἶμαι ὁ Παρασκευαΐδης, ὁ ἐφέτης…

— Ἔτσι, αἴ! μωρὲ μοῦτρα γιὰ ἐφέτης! Καὶ δὲν μᾶς λές,