Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 063.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
63

ηὗρε στὰ φιλιὰ καὶ στὰ λόγια του τὴν πεποίθησι καὶ τὴν βεβαιότητα ποῦ ’περίμενε.

Ἀπέρασαν μῆνες, ἡμέραις καὶ μῆνες σκληροὶ καὶ μαῦροι γι’ αὐτή, ὁ καιρὸς τὴν ἔσφιγγε πιά, ἡ μάνα της, ὁ ἀδελφός της, ἡ σύντεχναίς της, ὁ κόσμος ὅλος θὰ ἔβλεπε φανερὴ τὴ ντροπή της, τὴν ἀτιμία της…

Μιὰ ἐλπίδα τῆς ἔμενε μονάχα, μιὰ σωτηρία εὕρηκε ὁ ζαλισμένος νοῦς της!

— Δὲν εἶνε ἀλήθεια πῶς θὰ μὲ στεφανωθῇς γρήγορα, Ἀλέκο μου; τοῦ εἶπε κλαίοντας — δὲν ενε ἀλήθεια πῶς θὰ μὲ σώσῃς γρήγορα ἀπὸ τὴν ἀτιμία; καὶ γονατιστὴ ’μπροστά του περίμενε τὸν παρήγορο καὶ εὔσπλαγχνο λόγο ἀπὸ τὰ χείλη του σὰν καταδικασμένη τὴ χάρι τῆς ζωῆς.

Τὰ λόγια της σὰν ἀστροπελέκι ἔπεσαν ἐπάνω του, αὐτὸς ὁ τρόπος γιὰ νὰ σωθῆ ἡ Ἑλενίτσα ἂν τέτοιο κακὸ τῆς ἐτύχαινε ποτὲ στ’ ἀλήθεια δὲν ’πέρασε ἀπὸ τὸ νοῦ του, ποτὲ δὲν τὸ στοχάσθηκε πῶς θἆχε μία τέτοια ἐλπίδα ἡ φτωχὴ Ἑλένη! Τὰ λόγια της τοῦ ’φάνηκαν σὰν προσβολή, ἡ ἐλπίδα της σὰν μιὰ ταπείνωσι γι’ αὐτόν! Δὲν εἶχε τὸ θάρρος νὰ τῆς ἀρνηθῇ οὔτε τὴν ἀρετὴ νὰ τῆς δώσῃ μία ἐλπίδα, μία βεβαιότητα, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη αἰσθάνθηκε ἕνα μῖσος γι’ αὐτή! Μὲ μία ματιά της ἀπὸ ἐκείναις ποῦ ρίχτουν ᾑ ἔξυπναις γυναῖκες σὰν κι’ αὐτὴ κατάλαβε πιὰ τὴ θέσι της, τὴν ἀλλαγὴ τῆς ψυχῆς του καὶ μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια καὶ τὴ ψυχὴ στενεμένη ἀπὸ τὸν πόνο στὰ χείλη:

— Δὲν μὲ λυπᾶσαι, Ἀλέκο; στοχάσου πῶς ὑπάρχει Θεὸς! — εἶπε καὶ ἔφυγε! Ἡ χλωμάδα τῆς ὄψις της, ὁ πόνος καὶ ἡ θλῖψι τῆς ψυχῆς της ποῦ ζωγραφίζουνταν στὰ μάτια της ἀνησυχοῦσαν τὴ δύστυχη μάνα της, ᾑ σύντιχναίς της ἄρχισαν νὰ τὴν πειράζουν, ἐνόμιζε πιὰ μ’ αὐτὴ πῶς ὁ κόσμος ὅλος ἤξευρε τὴν ἀτιμία της. Ἡ ζωὴ ἦταν μαρτύριο γι’ αὐτή. Ὁ Ἀλέκος ὁ κλέφτης τῆς τιμῆς καὶ τῆς καρδιᾶς της οὔτε νὰ τὴν ἀκούσῃ δὲν ἤθελε πιά.

Σὲ ποιὸν νὰ εἰπῇ τὸν πόνο της, ὁ κόσμος μὲ δίκῃο θὰ τῆς ἔρριχτε ἄδικο. Ἐσώπασε, δὲν ἔκλαψε, δὲν ’στέναξε πιά.

Μιὰ νυχτιὰ σηκώθη ἔξαφνα ἀπὸ τὸ κρεββάτι ποῦ τόσαις νύχταις δὲν ἔκλεισε μάτι σ’ αὐτὸ, μάζεψε λίγα ροῦχά της, πῆρε μιὰ φωτογραφία τοῦ ἀδελφοῦ της, ἕνα μαντῆλι ἀπὸ τὸ συρτάρι τῆς μάνας της, λίγαις δραχμαῖς ἀπὸ τὸ κόπο της καὶ κρυφὰ ἔφυγε χωρὶς κι’ αὐτὴ νὰ γνωρίζῃ ποῦ πήγαινε!

Τὴν ἴδια ἐκείνη νυχτιὰ ἡ δύστυχη μάντι της ὠνειρευότανε τὸ γάμο της καὶ ὁ Ἀλέκος ὡρκίζουνταν εἰς ἄλλη αἰωνία ἀγάπη....

VI

Τὰ βάσανα τοῦ ταξειδιοῦ, ἡ πίκρα, ἡ ἀγωνία καὶ ἡ ἀπελπισία τὴν ἔφεραν σὲ θέσι νὰ ἀπορίξῃ καὶ βαρειὰ ν’ ἀρρωστήσῃ! Ὅταν ἦλθε στὰ