Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 061.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
61

εἶδε ἐκείνη ἔξαφνα καὶ στάθηκε. Πιάστηκαν κρυφὰ κρυφὰ ἀπὸ τὰ χέρια, φωτιὰ ἦταν τὰ χέρια του καὶ τὰ δικά της κρύα, δὲν ἔτρεμε ἐκεῖνος σὰν κι’ αὐτή, τῆς ἔσφιγγε τὸ ἀχαμνό της χέρι καὶ ἡ πνοὴ ἀπὸ τὰ στήθια του χτυποῦσε σὰν φλογισμένη στὸ κρύο πρόσωπό της. Ὅπου τὴν σταματοῦσε ἔστεκε ἐκείνη καὶ σὰν τὸ φοβισμένο ἀρνάκι τὸν ἀκολουθοῦσε.

Ἀπὸ μιὰ μεριὰ κι’ ἀπ’ ἄλλη ὁ δρόμος εἶχε πιπεριαῖς καὶ ἀκακίαις· στάθηκαν κ’ οἱ δυὸ σὲ μιὰ ἀκακία ἀποκάτου, ἀπὸ τοὺς κλώνους καὶ τὰ φύλλα ἀνάμεσα ἔβλεπαν τἆστρα ποῦ φεγγοβολοῦσαν, τὸ δροσοβολισμένο βραδιανὸ ἀγέρι χαΐδευε τὸ πρόσωπό τους, τί ὤμμορφη ὥρα! τί γλυκιὰ βραδιά.

Τὰ εἶπαν! Μὰ τί ἐμουρμούρισαν τί εἶπαν ἐκεῖ μονάχοι πιασμένοι ἀπὸ τὰ χέρια ὁ Θεὸς μονάχα τὸ γνωρίζει καὶ ἡ καρδιὰ τους! Ἡ ὥρα ’προχωροῦσε, ἤθελε ἐκείνη νὰ φύγῃ, μὰ ἐκεῖνος τὴν κρατοῦσε σὰν τὸ μωρὸ ἀπὸ τὸ χέρι, ἔξαφνα τὴν ἀγκαλιάζει, γέρνει σὰν τ’ ὤμορφο κυπαρίσσι τὸ κορμί του ἀπάνω της καὶ τὰ χείλη του σμίγουν τὰ δικά της. Εἰς τῆς νύκτας τῆς σιγαλιὰ σὰν πουλιοῦ κελάϊδισμα ἀκούστηκε τὸ φίλημά του, τὸ δένδρο ποῦ τοὺς ’σκέπαζε ἔσεισε τὰ φύλλα του, ἀνατρίχιασε ἡ πυκνόφυλλη ἀκακία, καὶ τί πρᾶγμα ’μπορεῖ νὰ μείνῃ ξένο κι′ ἀδιάφορο στὸ πρῶτο φιλὶ τῆς ἀγάπης; Γλύστρησε ἡ Ἑλενίτσα ἀπὸ τὴν ἁγκαλιά του στὴ στιγμὴ ποῦ ἐμαρμάρωσε ἐκεῖνος ἀπὸ τοῦ φιλιοῦ τὴν εὐτυχιὰ καὶ τὸ μάγεμα κ’ ἔφυγε!

Ἡ καρδιά της χτυποῦσε τόσο δυνατὰ σὰν νἄθελε νὰ πεταχτῇ ἀπὸ τὰ στήθια της, ἔφυγε χωρὶς νἄχῃ τὸ θάρρος νὰ γυρίσῃ ’πίσω τὰ μάτια της. Ὅταν ἔφθασε στὴ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ της ἀνάσανε, τῆς ’φάνηκε πῶς ἀπὸ μεγάλο κακὸ ’σώθηκε, ’πέταξε τὴν ψάθα της σ’ ἕνα σοφὰ κ’ ἐκάθισε σὰν ἀπὸ μακρυνὸ δρόμο κουρασμένη. Τὸ τραπέζι τοῦ δείπνου ἦταν ἕτοιμο, δὲν εἶχε ὄρεξι νὰ φάγῃ, μὰ κάθε φορὰ ποῦ ἀσήκωνε ἡ Ἑλενίτσα τὰ μάτια κι’ ἀντίκρυζε τὰ μάτια τῆς μάνας της, χαμήλωνε τὰ δικά της σὰν ντροπιασμένη, σὰν φοβισμένη, μήπως ἀπὸ τὰ μάτια της καταλάβῃ ἡ μάνα της τὸ μυστικό· δὲν εἶχε ἄδικο ἡ Ἑλενίτσα γιατὶ καὶ τί δὲν βλέπει τῆς μάνας τὸ μάτι;

— Κἄτι ἔχεις, Ἑλενίτσα μου, σὰν κακιωμένη φαίνεσαι, σὰν ταραγμένη· μὴ σοῦ συνέβη τίποτε, κορίτσι μου;

— Ὄχι, μάνα μου, ἀποκρίθηκε ψεύτικα χαμογελῶντας, καὶ ἅμα τὰ μάτια τῆς μάνας της χαμήλωσαν, ἕνας κρυφὸς στεναγμὸς ἔφυγε ἀπὸ τὰ χείλη της.

Ἔτρεμε ἀκόμη ἡ καρδιά της ἀπὸ τοῦ ἀγαπητικοῦ της τὸ ἀγκάλιασμα, ἔκαιγαν ἀκόμη τὰ χείλη της ἀπὸ τοῦ φιλιοῦ του τὴν φλόγα!

Πῆγε νὰ πλαγιάσῃ, πῶς νὰ κοιμηθῇ; ἕνα ἕνα ἐξεκουβάριαζε ἡ ἐνθύμησί της ὅσα λόγια στὸ νοῦ της μὲ τόση χάρι ἐκεῖνος ἐδίπλωσε καὶ σὰν προσευχὴ τὰ ξαναμουρμούριζαν τὰ χείλη της! Μιὰ γλυκειὰ ἀνατριχίλα τρέχει εἰς ὅλο τὸ σῶμά της καὶ τὰ δάκρυα τῆς ἔρχουνται στὰ μάτια φλογερὰ καὶ ἀθέλητα. Δὲν μετάνοιωσε ὄχι γιατί ἐστάθηκε νὰ τὴν σιμώσῃ, τοῦ κρατοῦσε μὲ τέτοιο πόθο κι’ αὐτὴ τὸ χέρι, γιατί