Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 058.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
58

ἄλλη καὶ ἡ φρόνιμη Ἑλενίτσα ἤκουε τὰ φαρμακερά τους λόγια καὶ τὰ περιγέλια τους καὶ τὸ χρῶμα τῆς ντροπῆς ἀποκοκκίνιζε τὰ ῥόδινα μάγουλά της.

Ἔβλεπε η μάνα της τὴν ἡσυχιὰ τῆς καρδιᾶς της καὶ τὦχε κρυφὸ καμάρι· «ἂν ὅλα μοῦ τὰ στέρησε ὁ Θεὸς, μὤδωκε φρόνιμη καὶ καλὴ κόρη,» ἔλεγε μὲ τὸ νοῦ της.

Δυὸ ἐλπίδες μονάχα εἶχε ἡ πολύπαθη στὸν κόσμο, νὰ ἰδῇ παντρεμένη καὶ εὐτυχισμένη τὴν Ἑλενίτα της καὶ ἀξιωματικὸ τὸ Γιώργη της τὸν ὤμορφο λεβέντη ποῦ ἦτο λοχίας ἀκόμη· τὰ δυό της ὀρφανὰ ποῦ μὲ ἵδρωτα καὶ αἷμα ἡ δύστυχη ἀνέστησε.

II

Ἥ ζωὴ εἶνε ἕνας πόλεμος ποῦ κάνουν ἀναμεσό τους τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, χαρὰ στὴ ζωὴ ποῦ γι’ αὐτὴ τὸ καλὸ νικήσῃ, χαρὰ στὴ καρδιὰ καὶ στὰ κότσια ποῦ μπορέσουν νὰ σταθοῦν ὀρθὰ στὸ πόλεμο, ἡ νίκη εἶνε ἀνεχτίμητη καὶ ἡ εὐτυχία ποῦ τὴν ἀκολουθάει δὲν ἔχει σύγκρισι μὲ καμμία ἀπὸ ταῖς εὐτυχιαῖς τοῦ κόσμου. Ἀλλοιὰ στὴ ζωὴ ποῦ δὲ γυμνασθῇ ἀπὸ τὰ πρῶτά της χρόνια γιὰ ἕνα τέτοιο πόλεμο· τὸ κακὸ θὰ τὴν εὑρῇ ἀπροετοίμαστη. Ἀκόμη περισσότερο ἀλλοιὰ καὶ ἀλλοίμονο στὴ ζωὴ ποῦ εὑρίσκεται σὲ κοινωνία σάπια, ποῦ ὅλα εἶνε φαρμακωμένα ἀπὸ τῆς σαπίλας τὸ μόλυσμα, διατὶ ὅσα κι’ ἂν εἶνε προετοιμασμένη, ὅσον καὶ ἂν εἶνε ἠθικὴ ἡ ζυὴ ἐκείνη, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ φαρμακισθῇ, ἀφοῦ ὁ χῶρος ποῦ ζῇ εἶνε φαρμακισμένος.

Ἡ ὤμορφη Ἑλενίτσα δὲν ἔμεινε ἀδασκάλευτη ἀπὸ τὴ μάνα της, μέρα καὶ νύχτα ἡ δύστυχη τῆς ἔλεγε:

— Ἔχε τὸ νοῦ σου, κόρη μου, μὴ πλανηθῇ ἀπὸ τὰ λόγια κανενός, μὴ δώσῃς πίστι ποτὲ στὰ δάκρυα καὶ στοὺς ὅρκους ποῦ ’μπορεῖ νὰ σοῦ κάμουν οἱ νηοὶ γιὰ νὰ κλέψουν τὴν ἀγάπη σου, γιὰ νὰ πάρουν τὴ τιμή σου. Φυλάξου ἀπὸ αὐτὸ τὸ πειρασμὸ ποῦ μὲ χίλια δυὸ πλανέματα πέρνει στὰ δίχτυα του τὴν ἄκακη νειότη, τὴν ἀθώα παρθενία. Ἕνα κορίτσι σὰν κ’ ἐσένα τίποτε ἄλλο δὲν ἔχει στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν τιμήν του· φυλάξου, παιδί μου, κράτα τὴν πνοὴ σου ὅσο μπορεῖς, γιατὶ κι’ ὁ ἀγέρας ποῦ ἀναπνές κι’ αὐτὸς φαρμακωμένος εἶνε....

Ἄκουγε ἡ Ἑλενίτσα τὰ καλὰ λόγια τῆς μάνας της καὶ τὰ δάκρυα τῆς ἤρχουνταν στὰ μάτια ἀπὸ θλῖψι καὶ τὰ κατακόκκινα μάγουλά της ἐφλογίζουνταν σὰν τὸ ἀναμμένο σίδερο ἀπὸ ντροπή.

Τὴν ἔβλεπε ἡ μάννα της καὶ τὦχε κρυφὸ καμάρι!

Μὲ τέτοιαις ἅγιαις ἐλπίδαις περνοῦσε ταῖς μέραις της, μὲ τέτοια χρυσᾶ ὀνείρατα ἀπεκοίμιζε τὸν πόνο τῆς χηργιᾶς της καὶ τῆς ὀρφάνιας.

Μὲ τὰ χρυσᾶ μαλλιᾶ καὶ τὰ γλυκὰ καὶ μαῦρα μάτια τῆς Ἑλενίτσας ποῦ μονάχη ’πήγαινε καὶ ἤρχουνταν ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο μὲ τὴ σεμνὴ περιφάνεια της καὶ τὸ λιγερό της ἀνάστημα, τὰ χρυσᾶ μαλλιὰ καὶ τὰ μαῦρα μάτια τρέλαιναν τὸν κόσμο κι’ ὅλα τὰ στόματα ’μιλοῦσαν γιὰ τὴν ὠμορφιά της, ὅλα τὰ μάζῃ ῥίχτηκαν μὲ ἀνήθικη ἐπι-