Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 057.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΑΛΗΘΙΝΟ

«Καὶ δὲ σ’ εἶδα ποτὲ δάκρυα νὰ χύσῃς
Παρὰ λίγη στιγμὴ πρὶν μ’ ἀτιμήσῃς.»

Σολωμός.

I

ΗΤΑΝ ὤμορφη καὶ μοσχοβολισμένη σὰν τοῦ μαγιοῦ τὸ τριαντάφυλλο καὶ ἡ πρώτη στὴ δουλιὰ καὶ στὴ φρονιμάδα μέσ’ στὸ ἐργοστάσιο· εἶχε ψηλὸ ἀνάστημα, χρυσᾶ μαλλιὰ καὶ μαῦρα μάτια (πρᾶγμα σπάνιο) μὰ τὰ καλλίτερα ἀπὸ τὰ χαρίσματά της ἦταν ἡ γλύκα τῶν ματιῶν της, τὤμορφο χαμόγελο ποῦ όστὸλιζε πάντα τὰ κοραλένια χείλια της, καὶ ἡ σεμνὴ περιφάνεια ποῦ ἐκυβερνοῦσε ταῖς πράξαις καὶ τὰ λόγια της. Σ’ ἕνα λόγο ἦταν ὤμορφη καὶ τιμημένη κόρη ἡ Ἑλενίτσα. Ἡ δασκάλα ὅταν ὡμιλοῦσε γι’ αὐτὴ σταῖς σύντεχναίς της καὶ σταῖς κυρίαις ποῦ ἤρχουνταν νὰ βλέπουν τὸ κατάστημα ἐπαίνευε τὴν προκοπήν της καὶ τὴ φρονιμάδα της, μὰ πάντα τὴν παρώμοιαζε μὲ τοὺς ἀγγέλους ποῦ ζωγραφίζουνε σταῖς θῦραις τῶν ἐκκλησιῶνε. Καὶ ἦτον ἀληθινὰ ἄγγελος ἡ Ἑλενίτσα ἡ μικρὴ ὀρφανή, τὸ καμάρι τῆς χαροκαμένης μάνας της.

Ὅταν πρωῒ πρωῒ τὴν ἔβλεπαν μονάχη στὸ δρόμο ὅλοι τὴν καμάρωναν καὶ οἱ νηοὶ ζουρλαίνονταν γι’ αὐτή. Προχτὲς ἔκλεισε τὰ δεκωχτὼ χρόνια της καὶ ὡς τὴν ἡμέρα ἐκείνη σκέψι ἄλλη δὲν εἶχε παρὰ τὴν ἀγάπη τῆς μάνας της καὶ τὴ δουλιά της, τῆς ὡμιλοῦσαν ᾑ σύντεχναίς της, τῆς ἄνοιγαν τὴν καρδιά τους σ’ αὐτή, τῆς ἔλεγαν ταῖς ἀγάπαις τους, τὰ βάσανά τους καὶ ταῖς εὐτυχίαις τους, μ’ αὐτὴ μὲ τὸ γλυκὺ χαμόγελο πάντα καὶ τὸ παρήγορο λόγο στὰ χείλη, ἐμοιραζότανε μ’ αὐταὶς τόσο τὴ θλῖψι ὅσο καὶ τὴν εὐτυχία τους χωρὶς νὰ γνωρίζῃ τὴ γλύκα τῆς εὐτυχιᾶς ἐκείνης, τὰ φαρμάκια ἐκείνου τοῦ πόνου, ποῦ ἑνωμένα καὶ τὰ δυὸ κάνουν τὴν ἀγάπη!

Ἦταν ἄγουρη ἀκόμη καρδιά, μπουμποῦκι γεμάτο εὐωδιὰ μὰ ποῦ ἂν ηὗρε καιρὸ ν’ ἀνοίξῃ τὰ φύλλα του. Μερικαῖς ἀπὸ ταῖς σύντεχναίς της δὲν τῆς ἐπίστευαν ὅταν τὴν ἐρωτοῦσαν — ποιὸν ἀγαπᾷς ἐσύ; — αὐτὴ ἀπαντοῦσε ξερὰ ξερὰ: κανένα. — Εἶσαι σιγανοπόταμο, τῆς ἔλεγε ὠργισμένη ἡ μιά· ποιὸς ξέρει μὲ πόσους κάνεις ἀγάπη, τῆς ἔλεγε ἡ