Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 055.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
55


Τόσο νειὰ καὶ τόσ’ ὡραία
πῶς ἀκόμα λυπηρὰ
δὲν σὲ βλέπ’ ἡ κοινωνία;
Πῶς σ’ ἀφίνει ’ς τὴν πενία
καὶ δὲν ἔρχεται γενναία
νὰ σὲ σώσῃ μιὰ φορά;

«Εἶσαι νειὰ καὶ διακονεύεις;»
θὰ σοῦ ψάλουν οἱ πολλοί·
καὶ δὲν βλέπουν πῶς ἡ ἀρρώστια,
ποῦ σοῦ κρύβεται ’ς τὰ ἐντόστια,
δὲν σ’ ἀφίνει νὰ δουλεύῃς
καὶ νὰ βγάνῃς τὸ ψωμί.

Κ’ ἦλθες, ἄμοιρη, μπροστά μου!…
Ἄ! φτωχὸς εἶμαι κ’ ἐγώ.
Πίστευέ το κ’ εἶν’ ἀλήθεια·
νὰ σοῦ δώσω μιὰ βοήθεια
καθὼς ἤθελ’ ἡ καρδιά μου,
δυστυχής! δὲν ἠμπορῶ.

Ἔτσι πάντα συλλυποῦμαι
τοὺς καϊμένους ποῦ πονοῦν
καὶ μαραίνονται ’ς τὴ χρεία·
καὶ μὲ πιάνει ἀπελπισία
γιὰ τὰ μέσα ποῦ στεροῦμαι
νὰ τοὺς κάμω νὰ χαροῦν!