Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 405.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
405

Ἐν τοσούτῳ ὁ ἀτυχὴς Ροδερῖγος, μὴ δυνάμενος πλέον νὰ ὑποφέρῃ τὴν ἀνυπόφορον τυραννίαν τῆς συζύγου του καὶ προβλέπων βίον φρικτότερον ἔτι κατὰ τὰς ἐπικειμένας ἡμέρας τῆς πενίας, μὴ ἔχων δὲ ἀφ’ ἑτέρου ἐλπίδα σωτηρίας ἀπεφάσισε νὰ φύγῃ καὶ ἱππεύσας λίαν πρωῒ ἐξῆλθε διὰ τῆς πύλης τοῦ Πρέτου. Οἱ δανεισταί του μαθόντες τὴν φυγήν του παρέλαβον καί τινας κλητῆρας τῆς ἐξουσίας καὶ ἔσπευσαν εἰς καταδίωξίν του. Ὁ φυγὰς μόλις ἀπεῖχεν ἓν μίλλιον ἐκ τῆς πόλεως, ὅτε ἐννοήσας ὅτι καταδιώκετο ἐτράπη διὰ μὲσου τῶν ἀγρῶν πρὸς τὸ μέρος τῆς Περέτολας· ἀλλὰ μὴ δυνάμενος νὰ προχωρῇ, ἀφῆκε τὸν ἵππον του καὶ ἐξακολουθήσας πεζὸς τὸν δρόμον του ἔφθασεν εἰς ἀγροτικήν τινα οἰκίαν τοῦ Ἰωάννου Ματθαίου δὲλ Βρίκα, ὅστις μόλις εἶχεν ἐπιστρέψει ἐκ τοῦ ἀγροῦ διὰ νὰ δώσῃ φαγητὸν εἰς τοὺς βόας του. Προσέπεσεν εἰς τοὺς πόδας τοῦ χωρικοῦ καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν σώσῃ, ὑπισχνούμενος ὅτι εἰς ἀνταμοιβὴν θὰ τὸν καθίστα πλούσιον. Ὁ Ἰωάννης Ματθαῖος τὸν ἔκρυψεν ὑπὸ σωρὸν κόπρου καὶ ὅτε μετ’ ὀλίγον ἔφθασαν οἱ διῶκταί του καὶ τὸν ἠρώτησαν, δὲν ἐφανέρωσε πρὸς αὐτοὺς τίποτε. Ὥστε μετά τινας ἐρεύνας ἠναγκάσθησαν νὰ ἐπιστρέψωσιν ἄπρακτοι.

Ἐξελθὼν ἐκ τῆς κρύπτης του ὁ Ροδερῐγος ἀφοῦ ηὐχαρίστησε τὸν χωρικὸν, ἀπεκάλυψεν εἰς αὐτὸν τίς ἦτο καὶ ποία ἦτο ἡ ἱστορία του ἐξ ἀρχῆς. Ὑπεσχέθη δὲ αὐτῷ ὅτι θὰ τὸν πλουτίσῃ διὰ τοῦ ἑξῆς μέσου ἀπόφασιν εἶχεν ἕως νὰ παρέλθῃ ἡ δεκαετὴς προθεσμία τῆς ἐπὶ γῆς διαμονῆς του νὰ ἐκδικηθῇ τὰς γυναῖκας δι’ ὅσα κακὰ ὑπέστη, νὰ εἰσέρχηται εἰς τὸ σῶμὰ των καὶ νὰ τὰς δαιμονίζῃ… «Ὅταν ἀκούσῃς ὅτι ἐδαιμονίσθη καμμία γυνή, ἐξηκολούθησεν ὁ δαίμων, εἰπὲ ὅτι δύνασαι νὰ τὴν θεραπεύσῃς, ἐγὼ δὲ ὅστις θ’ ἀντιστῶ εἰς ὅλους τοὺς ἐξορκισμοὺς καὶ τὰς θεραπείας, ἅμα ἰδῶ σέ, θὰ φύγω καὶ θὰ ἐλευθερώσω τὴν πάσχουσαν, Τοιουτοτρόπως θὰ κερδίσῃς πολλά· σοῦ συνιστῶ ὅμως ἀφοῦ πλουτήσῃς, νὰ μὴ τολμήσῃς πλέον νὰ παρουσιασθῇς ἐνώπιόν μου, διότι ἄλλως θὰ σὲ κακοποιήσω.» Καὶ ταῦτα εἰπὼν ἀπῆλθε καταλιπὼν ἐνεὸν τὸν χωρικόν.

Τῷ ὄντι ὁ Ροδερῖγος ἢ Βελφεγὼρ ἐτήρησε τὴν ὑπόσχεσίν του καὶ μετ’ ὀλίγον ἐγνώσθη ὅτι μία εὐγενὴς δέσποινα, ἡ θυγάτηρ τοῦ Ἀμβροσίου Ἀμαδέη καὶ σύζυγος τοῦ Βενιγιούτου Ταβαλδούτση ἦτο δαιμονιῶσα. Πάραυτα ἐτέθησαν ὅλα τὰ μέσα τῆς θεραπείας, καὶ ἰδίως τὰ ὡς δραστηριώτατα θεωρούμενα θρησκευτικά. Ἐπέθηκαν ἐπ’ αὐτῆς τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Ζανοβίου καὶ τὸν μανδύαν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Γουαλβέρτου, ἀλλ’ εἰς μάτην·