Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 400.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
400

σις πρὸς τὰς ἀπαιτήσεις τοῦ ἡμετέρου κλίματος. Τὸ θέρος πολλοὶ λέοντες τῶν Ἀθηνῶν προτιμῶσι νὰ λαχανιάσωσι μᾶλλον καὶ νὰ πνιγῶσιν ἐν τῷ ἱδρῶτι παρὰ νὰ φέρωσιν ἀλεξήλιον. Διατί; Διότι καὶ οἱ Παρισινοὶ δὲν φέρουσιν ἀλεξήλιον, τὸ δὲ γεγονός ὅτι οἱ Παρισινοὶ βρέχονται τριακοσίας ἑξήκοντα πέντε ἡμέρας κατ’ ἔτος θεωρεῖται, φαίνεται, ἀνάξιον προσοχῆς ἐπὶ τοῦ προκειμένου.

Συνήθως ἀποροῦμεν καὶ οἰκτείρομεν πῶς ὁ βασιλεὺς τῆς Ἱσπανίας Φίλιππος ἐπροτίμησε νὰ καῇ μᾶλλον ἢ νὰ ἐπιτρέψῃ ἁπλουστάτην παράβασιν τῆς αὐλικῆς ἐθιμοταξίας. Ἀλλ’ ὅμως παρ’ ἡμῖν συνηθέστατα χάριν τοῦ ἐπιβληθέντος συρμοῦ αἱ σεβόμεναι ἑαυτὰς κυρίαι προτιμοῦν νὰ κλεισθῶθιν ἐπὶ ἡμέρας ἐντὸς τεσσάρων τοίχων καὶ ν’ ἀναπνεύσωσιν ὡς ἀσθματικαὶ μᾶλλον παρὰ νὰ σταθῶσιν ἐπ’ ὀλίγον ἐπὶ τοῦ ἐξώστου.

Οἰκοδομοῦμεν οἰκίας. παρ’ αἷς οὐδὲ ἴχνος ὑπάρχει τοῦ ὡραίου ἐκείνου, τοῦ προϊστορικοῦ πλέον καταστάντος ἡλιακωτοῦ, τὸ ὁποῖον διηυκόλυνε τὴν ὑπαίθριον διαμονὴν καὶ ἐχορήγει ἄλλοτε εἰς τὸν ταλαίπωρον ἕλληνα παχυτάτην σκιὰν καὶ ἄφθονον δρόσον.

Μιμούμενοι τὰς ὀμιχλώδεις καὶ ἀνηλίους χώρας δημιουργοῦμεν ἐν Ἑλλάδι κήπους χειμερινούς, ἔνθα ὅσας ἀκτῖνας τοξεύει κατ’ ἔτος ὁ ἥλιος τόσας βελόνας αἰσθάνεται ὁ ταλαίπωρος ἕλλην ἐπὶ τοῦ προσώπου καὶ τῆς ῥάχεώς του, καὶ τοιουτοτρόπως τὰ πρόσωπα τῶν ἑλλήνων ὑφίστανται τοιαύτην κατεργασίαν καὶ ἀποκτῶσι τοιαύτην λειότητα, ὥστε ἄν ποτε ἐν τῷ ἐμπορίῳ τοῦ ὑαλοχάρτου ἐπήρχετο ἔλλειψις τοῦ εἴδους, οἱ ξυλουργοὶ ἠδύναντο λίαν ἐπιτυχῶς νὰ ἐπαρκέσωσιν εἰς τὰς ἀνάγκας των μεταχειριζόμενοι τμήματά τινα ἑλληνικῆς ἐπιδερμίδος.

ΙΙΙ

Ἕνεκα ὅλων τούτων φοβούμεθα μήπως ἐν τῇ νεωτέρα ἀπαγωγῇ τῆς Εὐρώπης γίνεται εἰς βάρος ἡμῶν μεγάλη τις πλάνη. Φοβούµεθα μήπως οἱ ἡγεμόνες της ἐθνικῆς ἡμῶν προόδου, οἱ ἱπποτικοὶ Δὸν Ζουάν, οἱ ἐπιχειροῦντες παρ’ ἡμῖν τὸ ἔργον τοῦ ἀρχαίου Διός, γίνονται θύματα οἰκτρᾶς παραισθήσεως. Φοβούμεθα μήπως ἀντὶ τῆς εὐζώνου καὶ καλλισφόρου φερομένης ἐν πομπῇ Τριτώνων καὶ Νηρηΐδων, ἐνέκλεισαν εἰς τὰς ἀγκάλας των καὶ μετήγαγον ἐνταῦθα γραώδη τινὰ καὶ τερατόμορφον μορμολύκην.

(Ἐν Ἀθήναις, 1890)

Αντωνιοσ Αθ. Ροντηρησ