Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 391.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
391

— Πῶς εἶσθε, Ῥουκὲ χανούμ; ἠρώτησεν ὁ ἰατρός.

— Καλὰ, ἐφέντημ.

— Αἰσθάνεσθε τίποτε;

— Τίποτε. Εἶμαι καλά. Μόνον ἡ χείρ μου πονεῖ ἐδῶ καὶ δὲν εἰξεύρω διατί. Κάπου θὰ ἐκτύπησα… καὶ ἐδείκνυε τὸ μέρος τῆς χειρὸς της, ὅπου, διαρκοῦντος τοῦ ὑπνωτισμοῦ, εἶχε νύξει ὁ ἰατρός.

— Μά, ποῦ ἐκτυπήσατε;

— Δὲν ’ξεύρω, ἰατρέ μου· δὲν ἐνθυμοῦμαι νὰ ἐκτύπησα πουθενά. Ἴσως μ’ ἐδάγκασε κανὲν σκουλῆκι, χωρὶς νὰ τὸ νοήσω.

— Λέτε, νὰ ᾖν’ αὐτό;

— Χμ!……

Ὁ ἰατρὸς εἶπε τότε, ὅτι ἓν τῶν φαινομένων τοῦ ὑπνωτισμοῦ τῆς ἀσθενοῦς του εἶνε καὶ ὅτι αὕτη οὐδεμίαν οὐδέποτε συνείδησιν ἢ ἀνάμνησιν ἔχει τῶν κατ’ αὐτὸν γενομένων.

IV

Μετὰ τέταρτον περίπου τῆς ὥρας ὁ ἰατρὸς ἐνήργησε καὶ δεύτερον, διάφορόν πως τοῦ προηγουμένου, πείραμα, ὅπερ ἐπίσης ἐπέτυχε πληρέστατα.

Ἀνήγειρε διὰ νεύματος τὴν Ῥουκὲ χανοὺμ καὶ ἔδωκεν αὐτῇ νὰ κρατήσῃ ὑψηλὰ βαρὺ κάθισμα, ὅπερ ἐκλονίζετο εἰς τὴν ἀσθενῆ χεῖρα· τὴν διέταξε δέ, χωρὶς νὰ κινηθῇ, ν’ ἀτενίζῃ εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἀσκαρδαμυκτί.

Ἐκείνη ὑπήκουσεν εὐπειθέστατα.

Λεπτὸν τῆς ὥρας δὲν παρῆλθε καὶ ἡ Ῥουκὲ χανοὺμ ὑπνωτίσθη πάλιν ὑπὸ τὰ αὐτὰ τοῦ πρώτου πειράματος φαινόμενα. Ἐκράτει δὲ τότε τὸ κάθισμα διὰ τῆς ἀριστερᾶς ἰσχυρῶς, τὴν δὲ δεξιὰν εἶχεν ἐπὶ τοῦ στήθους της καὶ ἵστατο οὕτω, μὲ κεκλεισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς πάλιν, ἀκίνητος καὶ ἀναίσθητος ὑπὸ βαθυτάτην νάρκωσιν.

— Δοκιμάσατε τόρα, παρακαλῶ, εἶπε μοι ὁ ἰατρός, ν’ ἀποσπάσητε τὸ κάθισμα ἢ νὰ μετακινήσητε τὴν δεξιάν της.

Ἠγέρθην καὶ προσεπάθησα. Πλὴν εἰς μάτην. Χαλύβδινοι ἦσαν αἱ χεῖρες της καὶ σιδηραῖ κλοιοὶ αἱ ἀσθενικαὶ παλάμαι. Τὴν δεξιὰν μόνον ἀπέσπασα ὀλίγον ἀπὸ τοῦ στήθους αὐτῆς