Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 355.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
355

ὅστις ἔμελλε νὰ δοκιμάσῃ πρῶτος τας εὐχαρίστους ἐντυπώσεις τῆς μπερλίνας.

— Καλησπέρα σας, φίλτατε κ. Βαρελόπουλε.

— Καλησπέρα σας.

— Ἐξῆλθον πρὸ ὀλίγου εἰς περίπατον καὶ ἤκουσα πολλά, καὶ καλὰ καὶ κακὰ διὰ σᾶς. Θέλετε νὰ τὰ ’πῶ;

— Μάλιστα, μάλιστα, νὰ τὰ ’πῇς.

— Μοῦ εἶπαν ὅτι θὰ ἤσουν πολὺ ὡραῖος ἄνθρωπος, ἂν δὲν εἶχες αὐτὴν τὴν χονδροκοιλιά. — Δὲν εἶναι κακό, ἔτσι μὲ ἔκαμεν ἡ φύσις. — Ἕνας κύριος μοῦ εἶπεν, ὅτι φαίνεσαι γιὰ καλὸς ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὅταν γελᾷς καὶ ἀνοίγῃς τὸ στόμα, φαίνεσαι σὰν διάβολος. — Δὲν πειράζει, τὸν εὐχαριστῶ τὸν κύριον. — Ἕνας ἄλλος μοῖ εἶπεν ὅτι οἱ παράδες δὲν μποροῦν νὰ σκεπάσουν τὴ χωριατιά σου. — Τὸν εὐχαριστῶ καὶ αὐτόν, εἶπε συνοφρυωθεὶς ὀλίγον. — Μία κυρία, μοῦ εἶπεν, ὅτι εἶσαι πολὺ εὐχάριστος σύντροφος, εἰς τὴν συναναστροφήν. — Μία ἄλλη ὅτι ἤθελε νὰ σὲ εἶχε πατέρα της. — Θὰ μὲ πέρασε, φαίνεται, γιὰ ἡλικιωμένον, ἀλλ’ ἂς ἦναι, τίποτε ἄλλο. — Μία κυρία μοῦ εἶπε ὅτι τὰ πόδια σου εἶναι τερατώδη καὶ βρωμοῦν τόσον ποῦ τῆς ἔρχεται ἐμετὸς ἀπόψε.

— Νὰ ἔλθῃ αὐτὴ ἡ κυρία νὰ καθήσῃ στὴ μπερλίνα· ποία εἶναι; ἐγρύλλισεν ὁ κ. Βερελόπουλος.

— Ἡ κυρία Κακοχέρη.

Καθ’ ὅλον τοῦτον τὸν διαμειφθέντα διάλογον παταγώδεις ἀντήχουν οἱ γέλωτες ἐν τῇ αἰθούσῃ, καὶ τὸ παιγνίδιον ἐφαίνετο ἀρκετὰ διασκεδαστικὸν παιζόμενον ἐπὶ τῆς ῥάχεως τοῦ ἄλλου. Ὅταν ὅμως ἠκούσθη ἡ τελευταία σκαιὰ ἔκφρασις, ἐγνώσθη ἡ ἐξενεγκοῦσα αὐτὴν καὶ ἐζητήθη νὰ παρακαθήσῃ εἰς τὴν μπερλίναν, ἐκ τοῦ μέρους, ἐν ᾧ ἐκάθηντο αἱ κυρίαι, ἀντήχησαν ἀμέσως ἀναφωνήσεις ἀηδίας μεμιγμέναι μετὰ διακεκομμένων γελώτων, πάντων δὲ τὰ βλέμματα ἐστράφησαν πρὸς τὴν κυρίαν Κακοχέρη, ἥτις ἵστατο εἰς τὸ ἄκρον τῆς αἰθούσης καταπόρφυρος καὶ συνεσταλμένη. Εἶχε κάτω τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ἐπὶ τοῦ προσώπου της ἐφαίνετο ἐζωγραφισμένη ἡ μετάνοια διὰ τὴν βάναυσον ἀστειότητα της, ἥτις προφανῶς ἐλύπησεν ἕνα ἀγαθὸν ἄνθρωπον, τὸν κύριον Βαρελόπουλον, ὃν πάντες ἠγάπων διὰ τὸ εὐτράπελον τοῦ χαρακτῆρος, τὸ ἀνοιχτόκαρδον καὶ τὴν ἁπλότητα τῶν τρόπων του.

Ὁ σύζυγός της κ. Ἀναξαγόρας Κακοχέρης, προφανῶς δυσηρεστημένος προσέβλεψεν αὐτὴν βλοσυρῶς, καί:

— Ὁρίστε, κυρία, καθήσατε στὴ μπερλίνα, εἶπε.